Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρόσφαγμα

См. также в других словарях:

  • πρόσφαγμα — victim sacrificed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… …   Dictionary of Greek

  • προσφαγμάτων — πρόσφαγμα victim sacrificed for neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφάγματα — πρόσφαγμα victim sacrificed for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφάγματι — πρόσφαγμα victim sacrificed for neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»