Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρὸ+τοῦ+(

  • 21 месяц

    месяц
    м
    1. (календарный) ὁ μήνας, ὁ μήν:
    в мае \месяце τόν Μἀη, τόν Μάϊο μήνα· ка́ждый \месяц κάθε μήνα· прошлый \месяц τόν περασμένο μήνα· \месяц тому́ назад πρό ἐνός μηνός· бу́дущий \месяц ὁ προσεχής (или ὁ ἐπόμενος) μήνας·
    2. (луна) ἡ σελήνη, τό φεγγάρι:
    молодой \месяц ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι· ◊ медовый \месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος.

    Русско-новогреческий словарь > месяц

  • 22 образ

    образ I
    м
    1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·
    2. (характер, склад) ὁ τρόπος:
    \образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·
    3. (способ) ὁ τρόπος:
    некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·
    4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:
    мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.
    образ II
    м церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα.

    Русско-новогреческий словарь > образ

  • 23 предсказание

    предсказание
    с ἡ πρόρρηση, τό προ-μάντεμα, ἡ πρόγνωση [-ις]:
    \предсказание погоды ἡ πρόγνωση τοῦ καιρού.

    Русско-новогреческий словарь > предсказание

  • 24 продвижение

    продвижение
    с
    1. ἡ προχώρηση [-ις], ἡ προ προώθηση [-ις]/ воен. ἡ προέλαση [-ις]:
    задержать \продвижение неприятеля ἀναχαιτίζω τήν προέλαση τοῦ ἐχθροῦ·
    2. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβασμός. продви́нуть(ся) сов см. продвигать (-СЯ).

    Русско-новогреческий словарь > продвижение

  • 25 себя

    себя
    (себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:
    брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα

    Русско-новогреческий словарь > себя

  • 26 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 27 горох

    -а (-у) α. μπιζελιά. || μπιζέλι, αρακάς.
    εκφρ.
    как об стену ή в стену, от стены горох – στου κωφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (αδύνατο να επιδράσεις)•
    при царе горохе – προ αμνημονεύτων χρόνων, τον καιρό του Νωε•
    -ом сыпать, сыпатьсяκ.τ.τ. φλυαρώ πολύ, σαν το πολυβόλο πάει η γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > горох

  • 28 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 29 доблесть

    θ. (υψ. ύφος) αντρεία, αντρα-γαθία, αντρειοσύνη, γενναιότητα. || ηρωισμός, παλικαριά•

    войнская доблесть πολεμική αντρεία• προ•

    доблесть явить доблесть в труде δείχνω ηρωισμό στη δουλειά.

    || πλθ. -и, γεν. -ей ικανότητες, εξαιρετικές ιδιότητες του ανθρώπου.

    Большой русско-греческий словарь > доблесть

  • 30 заготовительный

    επ.
    της συγκέντρωσης, του εφοδιασμού•

    заготовительный пункт κέντρο συγκέντρωσης(κυρίως γεωργ. προ’ιόντων)•

    -ая цена τιμή συγκέντρωσης (προϊόντων).

    Большой русско-греческий словарь > заготовительный

  • 31 закатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный
    -чел, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•

    закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.

    2. φεύγω μακριά (με όχημα).
    3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•

    закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•

    -пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.

    || περιφέρω•

    закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.

    || καταφέρω•

    закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.

    1. κυλώ, κατρακυλώι•

    мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•

    солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•

    его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.

    3. βλ. закатить (2 σημ.).
    4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    -лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.

    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > закатить

  • 32 накаркать

    ρ.σ. (κατά τις προλήψεις) προ» μηνύω κακό (από το κρώξιμο του κόρακα).

    Большой русско-греческий словарь > накаркать

  • 33 прежде

    1. επίρ. προηγούμενα, προγενέστερα• πρώτα• πρωτύτερα•

    как и прежде όπως και προηγούμενα.

    2. πρόθ. πριν, προ•

    прежде окончания года πριν το τέλος του χρόνου•

    прежде всего πριν απ όλα•

    я повидаюсь с ним прежде чем он уедет θα τον συναντήσω πριν να φύγει•

    я пришёл прежде вас εγώ ήρθα πριν από σας.

    Большой русско-греческий словарь > прежде

  • 34 прививка

    θ.
    1. εμβολιασμός•

    прививка растений εμβολιασμός φυτών•

    прививка против брюшного тифа εμβολιασμός κατά του κοιλιακού τύφου• προ•

    прививка тиводифтерйиная прививка αντιδιφθεριτικός εμβολιασμός.

    2. το αναπτυγμένο εμβόλιο φυτού, μπόλι.

    Большой русско-греческий словарь > прививка

  • 35 прирост

    α.
    αύξηση• προσαύξηση• прирост Προ•

    прирост дукции αύξηση της παραγωγής•

    прирост населения η αύξηση του πληθυσμού.

    Большой русско-греческий словарь > прирост

  • 36 прогулять

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Προ•

    прогулять гулянный, βρ: -лян, -а, -о.

    1. περιπατώ, κάνω περίπατο.
    2. χάνω (λόγω του περίπατου)•

    прогулять урок κάνοντας περίπατο, έχασα το μάθημα.

    3. απουσιάζω (το σκάζω) από τη δουλειά.
    4. ασωτεύω, ξοδεύω στα γλέντια.
    5. διασκεδάζω πίνοντας, μεθώ.
    περιπατώ, κάνω περίπατο κλπ. ρ. ενεργ. φ. прогулять по парку κάνω περίπατο στο πάρκο.

    Большой русско-греческий словарь > прогулять

  • 37 сбор

    -а (-у) α.
    1. μάζεμα, συγκομιδή•

    сбор хлопка, μάζεμα του βαμπακιού•

    сбор винограда ο τρύγος, το τρύγημα•

    сбор лекарстенных трав μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων).

    2. συγκέντρωση• είσπραξη•

    сбор налогов είσπραξη φόρων.

    || σύναξη, συγκέντρωση• συνάθροιση•

    сбор на демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδήλωση.

    || προσκλητήριο•

    сбор трубачи играют сбор οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο.

    3. πλθ. -ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    в -е – συγκεντρωμένοι, παρόντες.

    Большой русско-греческий словарь > сбор

  • 38 сейчас

    επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•

    сейчас приду τώρα θα ρθώ•

    вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...

    αμέσως πάραυτα, παρευθύς•

    я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•

    сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.

    || απ εδώ, τώρα•

    сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.

    || τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•

    его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.

    Большой русско-греческий словарь > сейчас

  • 39 учётный

    επ.
    1. υπολογιστικός, του υπολογισμού• της απογραφής, απογραφικός•

    -ая книга βιβλίο απογραφής•

    -ая карточка δελτίο απογραφής.

    2. (οικον.) προεξοφλητικός• учётный Προ•

    учётный цент προεξοφλητικός τόκος.

    Большой русско-греческий словарь > учётный

См. также в других словарях:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …   Dictionary of Greek

  • προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»