-
41 προ-γράφω
προ-γράφω, voraus oder vorher schreiben; προὔγραψα πρῶτον Thuc. 1, 23; Sp., wie N. T. – Bes. durch einen öffentlichen Anschlag im voraus verkündigen, bekannt machen, ἐν τοῖς πινακίοις, Ar. Av. 450; u. bes. in Prosa, τοὺς πρυτάνεις προγράφειν αὐτῷ τὴν κρίσιν ἐπὶ δύο ἡμέρας Dem. 47, 42, ἐξήλϑομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης 54, 3, indem das Hinausgehen durch öffentlichen Anschlag befohlen war; δίκην τινί, Plut. Camill. 11; bes. bei Sp., das römische proscribere, in die Acht erklären und das Vermögen des Geächteten öffentlich verlaufen; Pol. vrbdt προὔγραφεν αὐτοὺς φυγάδας, 32, 21, 12; οἱ προγεγραμμένοι, 32, 22, 1; auch vom Censor, προγράφειν τινὰ τῆς βουλῆς, Einen in der Liste des Senats obenansetzen, zum princeps senatus machen, Plut. Flamin. 18 Aemil. Paul. 38; προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου, fort. Rom. 4.
-
42 προ-εφ-ίστημι
προ-εφ-ίστημι (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῠ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.
-
43 προ-κόπτω
προ-κόπτω, eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, fördern, τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῠ ναυτικοῠ μέγα μέρος προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, gedeihen, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῠτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς πρόσϑεν κακῶν, Hec. 961; κρατοῠντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων οὐδέν 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῠτο προέκοψεν ἡ δόξα αὐτοῠ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχϑηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.
-
44 προ-γύμνασμα
προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.
-
45 προ-κατα-λύω
προ-κατα-λύω, vorher auflösen, aufheben, νόμους, Thuc. 3, 84; προκατέλυσαν τὸν πλοῠν, sie hoben die Fahrt auf, Dem. 56, 24; τὸν βίον τοῠ ἔργου, d. h. vor der Ausführung sterben, Plut. Sol. 32. – Med., τὴν ἔχϑρην, Her. 7, 6; D. Hal. 5, 61 u. sonst.
-
46 προ-κατα-λαμβάνω
προ-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ βῆμα, Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφϑέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφϑεὶς τῇ φιλανϑρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῠ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.
-
47 προ-εξ-άγω
προ-εξ-άγω (s. ἄγω), vorher heraus- od. über die Gränze führen; Her. 9, 106; Thuc. 7, 70; προεξάξαντες 8, 25 muß προεξᾴξαντες geschrieben werden; ἑαυτὸν ἐκ τοῠ ζῆν, sich das Leben nehmen, Pol. 30, 7, 8. – Bei Aesch. 1, 37, ἐὰν ἀναγκαζόμενος λέγειν προεξαχϑῶ τι ῥῆμα εἰπεῖν, hat Bekker ἐξαχϑῶ geschrieben.
-
48 προ-γηράσκω
προ-γηράσκω (s. γηράσκω), vorher altern, Hippocr. u. Sp.; προγηράσαντος τοῦ περιμένοντος, Luc. Tim. 20; προγηράσαι τοῖς πόνοις, rhet. praec. 10.
-
49 προ-κομίζω
προ-κομίζω, vor-, voran, vorausführen, hervorholen; ἐκ τοῠ κόλπου ῥόμβον, Luc. D. Merc. 4; τῆς πήρας τι, Long. 2, 18; – pass., weiter vorwärts geschafft werden, in entlegenere Gegenden gebracht werden, Her. 4, 121, u. einzeln bei Sp.; προκομιστέος, Clem. Al.
-
50 προ-μαχεών
προ-μαχεών, ῶνος, ὁ, Schutzwehr, Bollwerk; Her. 1, 98; τοῠ τείχεος, 1, 164. 3, 151; Xen. An. 7, 8, 13.
-
51 προ-αγωγή
προ-αγωγή, ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασϑαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.
-
52 προ-ξενέω
προ-ξενέω, Jemandes πρόξενος od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' ἰδίᾳ ξένος αὐτῶν οὐδείς ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als πρόξενος beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, ἐλπίς, ἥτις καὶ ϑράσος τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον γενέσϑαι; auch ὡς νῠν πᾶν τελοῠντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; ἡμεῖς ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐϑελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ τύχη προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῠ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνϑρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11.
-
53 προ-μαντεία
προ-μαντεία, ἡ, ion. προμαντηΐη, das Vorrecht, das delphische Orakel zuerst unter allen Griechen zu befragen, Her. 1, 54; ἔχει τὴν προμαντείαν τοῠ ϑεοῦ, Dem. 9, 32; Plut. u. a. Sp., auch = Folgdm.
-
54 προ-δια-λαμβάνω
προ-δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher, voraus urtheilen; περί τινος, Pol. 9, 31, 2; πάλαι προδιειληφότες ὑπὲρ τοῠ πολεμεῖν, 27, 7, 3, u. oft, wie im pass., διὰ τὸ περὶ τῶν ἄλλων ἐν τῇ Ῥώμῃ προδιειλῆφϑαι, 18, 28, 10.
-
55 προ-αίρεσις
προ-αίρεσις, ἡ, Vornehmen, Vorsatz, Entschluß, Wahl; Plat. Parm. 143 c; τὰ κατὰ προαίρεσιν ἀδικήματα, vorsetzliche, Lycurg. 148, wie διὰ προαίρεσιν im Ggstz von δι' ἄγνοιαν Plut. de mus. 21; Ggstz ἀνάγκη, Isocr. 1, 9; auch im Ggstz von πρᾶξις, Arist. Eth. 3, 4. 7, 2; im Ggstz von ἀποτέλεσμα u. τὰ τελούμενα, Pol. 2, 39, 11. 2, 56, 16; übh. Art und Weise, Einrichtung, καλλίστῃ προαιρέσει χρῆσϑαι δημοκρατικῆς πολιτείας, 4, 1, 5; τίνι τρόπῳ καὶ ποίᾳ προαιρέσει, 4, 1, 7; Regierungsform, insofern sie auf gewissen politischen Grundsätzen beruht, politische Partei, πολλῶν προαιρέσεων οὐσῶν τῆς πολιτείας τὴν περὶ τὰς Ἑλληνικὰς πράξεις εἱλόμην ἐγώ, Dem. 18, 59; τὴν πρὸς τὰς ὀλιγαρχίας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς προαιρέσεως ἔχϑραν, d. h. wegen der Demokratie, 13, 8; οἱ ἐπὶ τῇ τοῠ πλεονεκτεῖν προαιρέσει ζῶντες, 23, 127; οἱ τῆς ἐκείνου προαιρέσεως, die von Philipps Partei, 10, 4. – Bei Sp. von den Philosophenschulen, -sekten, wie Arist. u. bes. Luc. u. Plut.
-
56 προ-δήλωσις
προ-δήλωσις, ἡ, das Vorherbekanntmachen; τοῦ μέλλοντος, Plut. pyth. or. 9; Mar. 19.
-
57 προ-οικο-δομέω
προ-οικο-δομέω, vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῠ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
-
58 προ-θέσμιος
προ-θέσμιος, vorher festgesetzt; ἡ προϑεσμία, sc. ἡμέρα, vorher anberaumter Termin, eine bestimmte Frist, bis zur Verjährung in Geldsachen u. sonst, Plat. Legg. XII, 954 de; προϑεσμίας οὐδεμιᾶς οὔσης τῷ κινδύνῳ, Lys. 7, 17; ἀδικημάτων, Verjährung, 13, 83 u. öfter; Aesch. 1, 39; Dem. 38, 27, ὡς εἰκοστῷ λαγχάνειν ἔτει δίκαιόν ἐστι, τοῠ νόμου πέντε ἔτη τὴν προϑεσμίαν δεδωκότος; Sp., προϑεσμίας ὁρίζεσϑαι, Termin festsetzen, Luc. Nigr. 27.
-
59 προ-οίμιον
προ-οίμιον, τό, Eingang, Anfang, bes. Vorspiel in der Musik (s. οἶμος), Pind. P. 7, 2, ἀγησιχόρων προοιμίων ἀμβολάς 1, 4; auch eine eigene Art kleiner lyrischer Gesänge, die vor einem größern Hymnus angestimmt wurden, τὸ εἰς τὸν Ἀπόλλω προοίμοιν, Plat. Phaed. 60 d; vgl. Thuc. 3, 104 u. Schaef. melet. p. 29. – Und Vorrede, Vorspiel einer Rede, Aesch. Prom. 743; οἰκτροῖς προοιμίοις, Eur. Herc. Fur. 1179, u. öfter; u. in Prosa, προοίμιον πρῶτον ὡς δεῖ τοῠ λόγου λέγεσϑαι ἐν ἀρχῇ, Plat. Phaedr. 266 d, u. öfter; Folgde auch übertr., καταρχὴ καὶ προοίμιον ἔχϑρας, Pol. 23, 2, 15; τὰ προοίμια τῆς ἀρχῆς, der Anfang der Regierung, 26, 5, 8; τῆς μανίας, Luc. abdic. 32. S. auch φροίμιον.
-
60 προ-άγω
προ-άγω (s. ἄγω), vor-, hervorführen, fortführen, vorbringen; δάκρυα προῆγεν, Eur. I. A. 1550; τὸν νεκρὸν εἰς τὸ φανερόν, Plat. Legg. XII, 960 a; τοὺς γηγενεῖς ὁπλίσαντες προάγωμεν, Rep. III, 415 d; εἰς τὸ πρόσϑεν, Polit. 262 c; προάγει αὐτὸν ὁ χρόνος, Xen. Cyr. 1, 4, 4, d. i. er wird älter; bes. ein Heer weiterführen, An. 4, 6, 21; weiter hinausrücken, τὴν αἱμασιάν, Dem. 55, 27; – antreiben, bewegen zu Etwas, μὴ δόλῳ αὐτοὺς προάγοιεν, Her. 9, 90; ἐς γέλωτα προαγαγεῖν τινα, 2, 121, 4, v. l. προαγαγέσϑαι; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, Xen. Mem. 1, 4, 1. Auch in schlimmem Sinne, verführen, verleiten, ϑυμὸν ἐς ἀμπλακίην, Theogn. 386; προαγαγεῖν βουληϑεὶς αὐτοὺς περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς λόγους, Plat. Tim. 22 a, vgl. Legg. II, 666 c; so oft Dem., οὐ δὴ ποιήσω τοιοῠτον οὐδὲν οὐδὲ προαχϑήσομαι, 18, 269; so ist auch προαξόμεϑα passiv. gebraucht, 5, 14; π ροήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν, 206. πρὸς ὅσης κακίας ὑπερβολὴν ὁ νόμος ὑμᾶς προάγει, 20, 36; ἐς ὀργήν, ἔλεον, Arist. rhet. 1, 1; ταῠτα προήχϑην εἰπεὶν, Pol. 5, 33, 8 u. öfter, ich ließ mich bewegen, verleiten, dieses zu sagen. – Eben so im med., ἐς τοῠτό σφεα προηγάγοντο, bis zu dieser hohen Stufe befördern, Her. 7, 50, 2. ἐς γέλωτα προαγαγέσϑαι τινά, Einen rum Lachen bringen, 2, 121, 4, εἰς εὐπορίαν, Isocr. 4, 37; εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδοξίαν προῆχε τὴν πόλιν, Dem. 25, 8, zu Ehren bringen, befördern; Pol. 12, 13, 6. 15, 21, 4 u. öfter. Bis wohin treiben, τὸ πρᾶγμα εἰς τοῦτο προῆκτο, Dem. 37, 13; vgl. Thuc. 1, 144. 6, 18. – Auch = Kinder erziehen, εἰ γὰρ οὕτω τοὺς ἑαυτοῦ προῆκται παῖδας, Dem. 54, 23. – Auch sc. ἑαυτόν, scheinbar intrans., vor-, vorwärts-, weitergehen, πρόαγε δή, Plat. Phaedr. 227 c, σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην, Phaed. 90 a, u. öfter; so will auch Schweigh. bei Her. 9, 92 τὸ ἔργον προῆγε statt προςῆγε lesen; ἐκ τοῦ βουλευτηρίου προῆγον ἐπὶ τὴν ϑάλασσαν, Pol. 14, 10, 1, u. öfter, bes. von Feldherren, sc. τὸ στράτευμα, das Heer vorführen, vorrücken; ähnlich ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι, Dem. 18, 181; Sp., wie S. Emp.
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό … Dictionary of Greek
προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού … Dictionary of Greek
Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek