-
61 προσανίσχουσιν
πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
62 προσαπεκλείσατε
πρός, ἀπό-κλῄζω 1make famous: aor ind act 2nd pl (doric)προσαπεκλεΐσατε, πρός, ἀπό-κλῄζω 1make famous: aor ind act 2nd pl (doric)πρόσ-ἀποκλείωshut off from: aor ind act 2nd pl -
63 προσαπεστράφημεν
πρός, ἀπό, εἰσ-τρέφωthicken: aor ind pass 1st pl (homeric ionic)πρός, ἀπό-στράπτωlighten: aor ind pass 1st plπρόσ-ἀποστρέφωturn back: aor ind pass 1st pl -
64 προσαπηγορεύθη
πρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind pass 3rd sgπρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind pass 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀπαγορεύωforbid: aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) -
65 προσαπηγόρευσαν
πρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd plπρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρόσ-ἀπαγορεύωforbid: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) -
66 προσαπηγόρευσε
πρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd sgπρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀπαγορεύωforbid: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
67 προσαπηγόρευσεν
πρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd sgπρός, ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀπαγορεύωforbid: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
68 προσαποθήσεται
πρός, ἀπό-ὀθέωaor subj mid 3rd sg (epic)πρός, ἀπό-ὀθέωfut ind mid 3rd sgπρόσ-ἀποθέωrun away: aor subj mid 3rd sg (epic)πρόσ-ἀποθέωrun away: fut ind mid 3rd sgπροσᾱποθήσεται, πρόσ-ἀποθέωrun away: futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)πρόσ-ἀποτίθημιput away: fut ind mid 3rd sg -
69 προσαπολογουμένου
πρός, ἀπό-λογάωto be fond of talking: pres part mp masc /neut gen sg (attic epic doric ionic)πρός, ἀπό-λογόωintroduce: pres part mp masc /neut gen sgπρόσ-ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc /neut gen sg (attic epic doric)πρόσ-ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc /neut gen sg (attic epic doric) -
70 προσαπολύει
πρός, ἀπό-λυάωpres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)πρός, ἀπό-λυάωimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)πρόσ-ἀπολύωdestroy utterly: pres ind mp 2nd sg (epic)πρόσ-ἀπολύωdestroy utterly: pres ind act 3rd sg (epic)προσαπολύ̱ει, πρόσ-ἀπολύωdestroy utterly: pres ind mp 2nd sgπροσαπολύ̱ει, πρόσ-ἀπολύωdestroy utterly: pres ind act 3rd sg -
71 προσαπομένει
πρός, ἀπό-μένωstay: pres ind mp 2nd sgπρός, ἀπό-μένωstay: pres ind act 3rd sg -
72 προσαπέξεσε
πρός, ἀπό, ἐκ-ἕννυμιves-aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)πρός, ἀπό, ἐκ-ἕζομαιseat oneself: aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)πρόσ-ἀποξέωcut off: aor ind act 3rd sg -
73 προσαφεψήσαντες
πρός, ἀπό-ἑψάωaor part act masc nom /voc pl (attic ionic)πρός, ἀπό-ἑψέωaor part act masc nom /voc plπρόσ-ἀφέψωpurify: aor part act masc nom /voc pl -
74 προσαφώρισαν
πρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd plπρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρόσ-ἀφορίζωmark off by boundaries: aor ind act 3rd pl -
75 προσαφώρισε
πρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd sgπρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀφορίζωmark off by boundaries: aor ind act 3rd sg -
76 προσαφώρισεν
πρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd sgπρός, ἀπό-ὡρίζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀφορίζωmark off by boundaries: aor ind act 3rd sg -
77 προσδιαλύουσιν
πρός, διά-ἀλύωto be deeply stirred: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρός, διά-ἀλύωto be deeply stirred: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)πρόσ-διαλύωloose one from another: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρόσ-διαλύωloose one from another: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)προσδιαλύ̱ουσιν, πρόσ-διαλύωloose one from another: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προσδιαλύ̱ουσιν, πρόσ-διαλύωloose one from another: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
78 προσεγχειρήσομεν
πρός, ἐν-χειρέωaor subj act 1st pl (epic)πρός, ἐν-χειρέωfut ind act 1st plπρόσ-ἐγχειρέωtake: aor subj act 1st pl (epic)πρόσ-ἐγχειρέωtake: fut ind act 1st pl -
79 προσεκλέγονται
πρός, ἐκ-λέγω 1lay: pres ind mp 3rd plπρός, ἐκ-λέγω 3lay: pres ind mp 3rd plπρόσ-ἐκλέγωpick: pres ind mp 3rd pl -
80 προσεκλέγων
πρός, ἐκ-λέγω 1lay: pres part act masc nom sgπρός, ἐκ-λέγω 3lay: pres part act masc nom sgπρόσ-ἐκλέγωpick: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek