-
41 προσεπιτεύξει
πρός, ἐπί-τεύχωmake ready: aor subj act 3rd sg (epic)πρός, ἐπί-τεύχωmake ready: fut ind mid 2nd sgπρός, ἐπί-τεύχωmake ready: fut ind act 3rd sgπρόσ-ἐπιτυγχάνωhit the mark: fut ind mid 2nd sg -
42 προσεπέλεγεν
πρός, ἐπί-λέγω 1lay: aor ind pass 3rd pl (epic)πρός, ἐπί-λέγω 1lay: imperf ind act 3rd sgπρός, ἐπί-λέγω 3lay: imperf ind act 3rd sgπρόσ-ἐπιλέγωsay in connexion with: imperf ind act 3rd sg -
43 προσεπόθει
πρός, ἐπί-ὄθομαιtake heed: pres ind mp 2nd sgπρός, ἐπί-ὀθέωpres imperat act 2nd sg (attic epic)πρός, ἐπί-ὀθέωimperf ind act 3rd sg (attic epic)πρόσ-ποθέωlong for: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
44 προσερριζώμεθα
πρός, ἐν-ῥιζόωcause to strike root: pres subj mp 1st plπρός, ἐν-ῥιζόωcause to strike root: pres ind mp 1st pl (doric aeolic)πρός, ἐν-ῥιζόωcause to strike root: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)πρόσ-ῥιζόωcause to strike root: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)πρόσ-ῥιζόωcause to strike root: plup ind mp 1st plπρόσ-ῥιζόωcause to strike root: perf ind mp 1st pl -
45 προσκατερρήξατο
πρός, κατά, ἐν-ῥήγνυμιbreak asunder: aor ind mid 3rd sg (ionic)πρός, κατά, ἐν-ῥήσσωstrike: aor ind mid 3rd sg (ionic)πρός, κατά-ῥήσσωstrike: aor ind mid 3rd sgπρόσ-καταρρήγνυμιbreak down: aor ind mid 3rd sg -
46 προσκατέρρηξεν
πρός, κατά, ἐν-ῥήγνυμιbreak asunder: aor ind act 3rd sg (ionic)πρός, κατά, ἐν-ῥήσσωstrike: aor ind act 3rd sg (ionic)πρός, κατά-ῥήσσωstrike: aor ind act 3rd sgπρόσ-καταρρήγνυμιbreak down: aor ind act 3rd sg -
47 προσυπακουμένου
πρός, ὑπό-ἀκέομαιheal: fut part mid masc /neut gen sg (attic epic doric)πρός, ὑπό-ἀκέομαιheal: pres part mp masc /neut gen sg (attic epic doric)πρός, ὑπό-ἀκέωpres part mp masc /neut gen sg (attic epic doric) -
48 προσυπαναλωθείσης
πρός, ὑπό, ἀνά-ἀλόωaor part pass fem gen sg (attic epic ionic)πρός, ὑπό, ἀνά-λόωlǎvo: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic)πρός, ὑπό-ἀναλόωuse up: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic)προσυπανᾱλωθείσης, πρόσ-ὑπαναλίσκωwaste away: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
49 προσαναλυομένων
πρός, ἀνά-ἀλύωto be deeply stirred: pres part mp fem gen plπρός, ἀνά-ἀλύωto be deeply stirred: pres part mp masc /neut gen plπρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part mp fem gen pl (epic)πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part mp masc /neut gen pl (epic)προσαναλῡομένων, πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part mp fem gen plπροσαναλῡομένων, πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part mp masc /neut gen pl -
50 προσαναλύουσι
πρός, ἀνά-ἀλύωto be deeply stirred: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρός, ἀνά-ἀλύωto be deeply stirred: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)προσαναλύ̱ουσι, πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προσαναλύ̱ουσι, πρόσ-ἀναλύωcause to wander: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
51 προσαναπλάσασθαι
πρός, ἀνά, ἀπό-λάζομαιseize: aor inf mpπρός, ἀνά, ἀπό-λάζωaor inf midπρόσ-ἀναπλάσσωform anew: aor inf mid -
52 προσαναχρωννυμένων
πρός, ἀνά-χρώζωpres part mp fem gen plπρός, ἀνά-χρώζωpres part mp masc /neut gen pl -
53 προσαναχρωννύμεθα
πρός, ἀνά-χρώζωpres ind mp 1st plπρός, ἀνά-χρώζωimperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
54 προσαναχρωννύμενον
πρός, ἀνά-χρώζωpres part mp masc acc sgπρός, ἀνά-χρώζωpres part mp neut nom /voc /acc sg -
55 προσανετράπη
πρός, ἀνά-τέρπωdelight: aor ind pass 3rd sgπρός, ἀνά-τραπέωtread grapes: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)πρόσ-ἀνατρέπωoverturn: aor ind pass 3rd sg -
56 προσαντιλέγοντος
πρός, ἀντί-λέγω 1lay: pres part act masc /neut gen sgπρός, ἀντί-λέγω 2pick up: pres part act masc /neut gen sgπρόσ-ἀντιλέγωspeak against: pres part act masc /neut gen sg -
57 προσανέπεισεν
πρός, ἀνά, ἐπί-εἴδομαιsee: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρός, ἀνά-ἐφίζωset upon: aor ind act 3rd sg (ionic)πρόσ-ἀναπείθωpersuade: aor ind act 3rd sg -
58 προσανίσχει
πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind mp 2nd sgπρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind act 3rd sg -
59 προσανίσχοντα
πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act neut nom /voc /acc plπρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc acc sg -
60 προσανίσχουσι
πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πρός, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek