-
1 παρεισρεω
1) (сбоку) втекать, вливаться(εἰς τέν ἀρτηρίαν Arst.)
2) перен. просачиваться, прокрадываться(εἰς τέν πόλιν, πρὸς τὰ συσσίτια Plut.)
-
2 ξυναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
3 συναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
См. также в других словарях:
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek
Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις … Dictionary of Greek