-
1 παρεισρεω
1) (сбоку) втекать, вливаться(εἰς τέν ἀρτηρίαν Arst.)
2) перен. просачиваться, прокрадываться(εἰς τέν πόλιν, πρὸς τὰ συσσίτια Plut.)
См. также в других словарях:
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek