-
1 ἑρκεῖος
A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑ., as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant. 487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd. 302d, Arist.Mu. 401a20 : abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4 ; alsoβωμὸς ἑ. Pi. Pae.6.114
.2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch. 561, 571, 653 ;πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj. 108
;ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr. 483
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρκεῖος
См. также в других словарях:
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού … Dictionary of Greek