Перевод: со словенского на английский

с английского на словенский

πρές

  • 1 pretivъ

    pretivъ Grammatical information: prep. Proto-Slavic meaning: `against'
    Polish:
    przeciew `against' [prep]
    Upper Sorbian:
    přećiwo `against' [prep]
    Lower Sorbian:
    prśeśiwo `against' [prep]
    Latvian:
    pretī `to meet, towards, opposite' [adv];
    pret `against, before' [prep]
    Indo-European reconstruction: preti-
    Page in Pokorny: 815
    Other cognates:
    Skt. práti `against' [adv];
    Gk. πρές (Aeol.) `in addition' [prep]

    Slovenščina-angleščina big slovar > pretivъ

См. также в других словарях:

  • πρες κόνφερανς — η, Ν άκλ. συνέντευξη τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. press conference «συνέντευξη τύπου» (< press «τύπος» + conference «σύσκεψη, διάσκεψη»)] …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

  • Γκραουμπίντεν — (Graubünden).Καντόνι (7.105 τ. χλμ., 186.710 κάτ. το 2000) της Ελβετίας. Το έδαφος του Γ. είναι ορεινό με περισσότερες από 20 αλπικές κορυφές, ύψους πάνω από 2.700 μ. Οι πολυάριθμες ποτάμιες κοιλάδες του είναι μικρής έκτασης, με μεγαλύτερες τις… …   Dictionary of Greek

  • Γουλφ, Βιρτζίνια — (Virginia Woolf, Λονδίνο 1882 – Άουζ Ρίβερ 1941).Αγγλίδα συγγραφέας. Κόρη του διάσημου κριτικού, βιογράφου και φιλοσόφου Λέσλι Στέφενς, η Γ. μεγάλωσε μέσα σε εκλεκτό κύκλο διανοουμένων του καιρού της και δέχτηκε εκλεπτυσμένη και φιλελεύθερη αγωγή …   Dictionary of Greek

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»