-
1 πρώιον
-
2 πρῶιον
-
3 πρώιον
πρώιον, neut. adj. as adv., early in the morning, Il. 15.470†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρώιον
-
4 πρώιον
πρώιοςearly: masc acc sgπρώιοςearly: neut nom /voc /acc sg -
5 πρώϊος
A early,I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ); π. ἐμπολέα AP6.304
(Phan.);π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27
; alsoπερὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6
;δείλης πρωΐας Philem.210
.2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28
;πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1
: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1
;ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16
([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).II early in the year,πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130
; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V. 264;σικύων πρῴων Id. Pax 1001
, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)σῖτον PCair.Zen.155.2
(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA 543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.πρωΐτερος Id.CP 5.6.5
codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9. -
6 πρώϊος
πρώϊος, früh, früh am Tage, früh Morgens, Il. 15, 470, wo πρώϊον adverbial = πρωΐ steht; δείλη πρωΐη, Her. 8, 6, die Morgendämmerung, wo es einige Erklärer von der frühen Abenddämmerung verstehen. – Uebh. frühzeitig, früh im Jahre, Her. 8, 130. – Vgl. πρῷος u. πρωΐα. – Die compar. u. superl. πρωϊαίτερος u. πρωϊαίτατος s. unter πρωΐ.
См. также в других словарях:
πρῶιον — πρῷον , πρώιος early masc acc sg (attic) πρῷον , πρώιος early neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώιον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek