-
1 πρωτιστος
-
2 πρώτιστος
η, ον главнейший, наиважнейший, первейший -
3 πρώτιστος
[протистос] επ самый первый, главнейший. -
4 επινοεω
реже med.-pass.1) выдумывать, придумывать(τι и ποιεῖν τι Her.; ὀνόματα ὑπὸ βλακῶν ἀνθρώπων ἐπινοηθέντα Luc.)
πρώτιστος ἐπενόησα Arph. — я первый изобрел (это);ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὴ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Thuc. — (афиняне) скоры на выдумки и на исполнение того, что задумали2) затевать, задумывать, намереваться(τι Her., Thuc., Plat., Arst., med. Her. и ποιεῖν τι Her., Arph., Plat., Arst., med. Her., Luc.)
ὀλίγον ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι Thuc. — обе стороны предпринимали немаловажные дела3) соображать, учитывать, замечать4) иметь в виду, стремиться добыть -
5 Ερως
- ωτος (иногда pl. Ἔρωτες) ὅ Эрот1) бог любви; по Гесиоду - сын Хаоса, по орфикам и другим - первый и старейший из боговπρώτιστος θεῶν Parmenides ap. Arst.; обычно — считается сыном Афродиты;
соотв. римск. Amor или Cupido;— изображался красивым мальчиком с золотыми крылышками, вооруженный луком, он пронзал стрелами любви сердца людей и богов Trag. etc.2) название ряда мелких местностей Anth.
См. также в других словарях:
πρώτιστος — the very first masc nom sg πρώτιστος the very first masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… … Dictionary of Greek
πρώτιστος — η, ο ο πρώτος πρώτος, ο πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ο σπουδαιότατος: Πρώτιστη ανάγκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρώτιστον — πρώτιστος the very first masc acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg πρώτιστος the very first masc/fem acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτίστων — πρώτιστος the very first fem gen pl πρώτιστος the very first masc/neut gen pl πρώτιστος the very first masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτίστοις — πρώτιστος the very first masc/neut dat pl πρώτιστος the very first masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτίστου — πρώτιστος the very first masc/neut gen sg πρώτιστος the very first masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτίστους — πρώτιστος the very first masc acc pl πρώτιστος the very first masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτίστῳ — πρώτιστος the very first masc/neut dat sg πρώτιστος the very first masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτιστα — πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτιστε — πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστος the very first masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)