Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρώτα

См. также в других словарях:

  • πρώτα — πρώτᾱ , πρότερος before fem nom/voc/acc dual πρώτᾱ , πρότερος before fem nom/voc sg (doric aeolic) πρώτᾱ , πρῶτος before fem nom/voc/acc dual πρώτᾱ , πρῶτος before fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτᾳ — πρώτᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) πρώτᾱͅ , πρῶτος before fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτα — επίρρ. χρον., 1. καταρχήν, κατά πρώτο και για επίταση πρώτα πρώτα: Πρώτα ν ακούς και μετά να κρίνεις. 2. προηγουμένως, πριν, άλλοτε: Σαν πρώτα ορθή στεφανωμένη, με δάφνες (Μαβίλης). 3. πριν απ όλα, προπαντός: Πρώτα να τελειώσεις τις σπουδές και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτα — Ν επίρρ. βλ. πρώτος …   Dictionary of Greek

  • πρῶτα — πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτος before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτας — πρώτᾱς , πρότερος before fem acc pl πρώτᾱς , πρότερος before fem gen sg (doric aeolic) πρώτᾱς , πρῶτος before fem acc pl πρώτᾱς , πρῶτος before fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῶθ' — πρῶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρότερος before masc voc sg πρῶται , πρότερος before fem nom/voc pl πρῶτα , πρῶτος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρῶτος before masc voc sg πρῶται , πρῶτος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῶτ' — πρῶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρότερος before masc voc sg πρῶται , πρότερος before fem nom/voc pl πρῶτα , πρῶτος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρῶτος before masc voc sg πρῶται , πρῶτος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώται — πρώτᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) πρώτᾱͅ , πρῶτος before fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώταν — πρώτᾱν , πρότερος before fem acc sg (doric aeolic) πρώτᾱν , πρῶτος before fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»