-
1 πρυτανις
1) правитель, властелин, повелитель(π. στεροπᾶν κεραυνῶν, т.е. Ζεύς Pind.; π. Φρυγίων Eur.; ἱστορίης π., т.е. Ἡρόδοτος Anth.)
τέχνας ὅ π. πέλεκυς Anth. — топор - царь ремесла2) ( в Афинах) притан(ей) ( член коллегии из 50 πρυτάνεις, по 5 от каждой филы, которые в течение 1 / 10 года председательствовали в βουλή и ἐκκλησία; из них по жребию избирался главный председатель, ἐπιστάτης, в помощь которому избирались 9 πρόεδροι и 1 γραμματεύς) Plat. -
2 πρύτανις
(-εως) ο ректор;ο πρύτανις τού πανεπιστημίου — ректор университета
-
3 ακριτος
21) беспорядочный, бессвязный, путаный(μῦθος Hom.)
ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. — толковать и вкривь и вкось;ἠχέ ἄ. Plut. — нестройный шум2) смешанный, необособленныйτύμβος ἄ. Hom. — общая могила;
(πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. — когда все элементы были перемешаны друг с другом3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный(νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.)
ἔτι δ΄ ὄντων ἀκρίτων Thuc. — так как исход войны еще не решен;ἄ. καὴ χαλεπὸς ὅ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. — трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона4) неисчислимый, несметный(ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.)
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной(ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.)
6) не рассмотренный судом, неразобранный(πρᾶγμα Isocr.)
ἀ. θάνατος Plat. — казнь без суда7) никому не подсудный(πρύτανις Aesch.)
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво(Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὴ ἄ. Polyb.)
9) не разобравший дела -
4 βαρυοπης
-
5 στεροπη
См. также в других словарях:
Πρύτανις — ruler fem nom sg Πρύτανις ruler fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύτανις — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρυτάνις — Πρυτάνῑς , Πρύτανις ruler fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνις — πρυτάνῑς , πρύτανις ruler masc acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύτανις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ευρυφώντα, απόγονος του Προκλή, βασιλιάς της Σπάρτης. 2. Γιος του Παρισάδη A’, βασιλιά στον Κιμμέριο Βόσπορο, που έζησε τον 4o αι. π.Χ. Όταν πέθανε ο Παρισάδης, τον διαδέχτηκε το 311 π.Χ., ο μεγαλύτερος γιος… … Dictionary of Greek
πρυτάνει — πρύτανις ruler masc nom/voc/acc dual (attic epic) πρυτάνεϊ , πρύτανις ruler masc dat sg (epic) πρύτανις ruler masc dat sg (attic ionic) πρύτανις ruler masc nom dual (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρυτάνει — Πρύτανις ruler fem nom/voc/acc dual (attic epic) Πρυτάνεϊ , Πρύτανις ruler fem dat sg (epic) Πρύτανις ruler fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνεις — πρύτανις ruler masc nom/voc pl (attic epic) πρύτανις ruler masc nom/acc pl (attic) πρύτανις ruler masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρυτάνεις — Πρύτανις ruler fem nom/voc pl (attic epic) Πρύτανις ruler fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνιες — πρύτανις ruler masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) πρύτανις ruler masc nom pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρύτανι — Πρύτανις ruler fem voc sg Πρύτανις ruler fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)