Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρό-οπτος

См. также в других словарях:

  • πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»