-
1 πρό-μαλος
-
2 πρόμαλος
πρό-μαλος, ἡ, eine unbestimmte Baumart mit zähen, biegsamen Zweigen
См. также в других словарях:
πρόμαλος — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μυρίκη ἡ ἄγνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλός (II) «τρυφερός, απαλός»] … Dictionary of Greek