-
1 πρό-λεσχος
πρό-λεσχος, voreilig od. vorwitzig im Reden, Ggstz ἐφολκος ἐν λόγῳ, Aesch. Suppl. 197.
-
2 πρόλεσχος
πρό-λεσχος, voreilig od. vorwitzig im Reden
См. также в других словарях:
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek