-
1 πρόθυρον
πρό-θυρον ( θύρη): front gateway, Od. 1.103, Od. 3.493; front doorway (see plate III. t), Od. 8.304, Od. 18.10; porch at the entrance of the court, with pillars (see plate III. A).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόθυρον
-
2 ἑός
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38
ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41
ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,Σ. N. 7.85
] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69
ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to himΠα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12
πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8. -
3 πρόθυρον
πρόθῠρον (-ῳ, -ον, -ων, -οισιν.)1 portal, vestibulumχρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας O. 6.1
παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ ἐν Αἰγίνῃ Σ.) N. 5.53πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2
ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν Pae. 6.135
πρό]θυρον ἑόν (supp. Lobel) Πα. 22. b. 16. met. of cities,Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος O. 13.5
ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρο̄ν Εὐρυσθέος ἔλασεν ( Κυκλωπείων προθύρων v. l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.
См. также в других словарях:
υπέρθυρο — το / ὑπέρθυρον, ΝΑ το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου αρχ. γείσο πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θυρον (< θύρα), πρβλ. πρό θυρον] … Dictionary of Greek
πρόθυρο — το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α (στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα τής Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek