-
1 πρόῤ-ῥιζος
πρόῤ-ῥιζος, mit der Wurzel, von Grund aus, οἱ δέ τε ϑάμνοι πρόῤῥιζοι πίπτουσιν, Il. 11, 157, 14, 415; Μυρτίλος δίφ ρων πρόῤῥιζος ἐκριφϑείς, Soph. El. 502; τὸ πᾶν δὴ δεσπ όταισι τοῖς πάλαι πρόῤῥιζον ἔφϑαρται γένος, 755, wie Andoc. 1, 146, πρόῤῥιζον οἴχεται γένος, Her. πρόῤῥιζον ἀνατρέπειν τινά, 1, 32, vgl. 3, 40 u. Valck. Hipp. 683; im eigentlichen Sinne, Theophr. u. Sp., Ep. ad. 384 (IX, 131); – πρόῤῥιζον u. πρόῤῥιζα werden von Sp. adverbial gebraucht.
-
2 ἀνα-τρέπω
ἀνα-τρέπω ( perf. ἀνατέτραφα, Din. 3, 4; Dem. 1, 30; Aesch. 1, 190; ältere Form ἀνατέτροφα, Soph. Tr. 1005; Andoc. 1, 131), umkehren, umstürzen; ἀνετράπετο, aor. med. in passiver Bdtg, er stürzte köpflings nieder, Il. 6, 64. 14, 447; vgl. Plat. Euth. 278 d, wo nachher ὕπτιον ἀνατετραμμένον steht; ἂν ἀνατραπῇ πλοῖον Alex. Ath. VI, 226 f. wie ἐάν τις ἄκων πλοῖον ἀνατρέψῃ Aesch. 3, 158. Daher zerstören, zu Grunde richten, vernichten, πόλιν, ὄλβον, Aesch. Spt. 1068 Pers. 159; χαράν Soph. Ant. 1261; πρόῤῥιζον ἀνατρέψαι τινά, von Grund aus vernichten, Her. 1, 32; vgl. πόλιν ἄρδην ἀνατετραφώς Aesch. 3, 158; οἰκίας, πολιτείας, πᾶσαν πρᾶξιν, Plat. Rep. V, 471 b Legg. IV, 709 a Polit. 300 b; Luc. Tox. 14 u. a. Sp.; so pass., πάντα ἀνατετράφϑαι, Plat. Soph. 234 d; aor. II. med. in passiv. Bdtg, ἡ πατρὶς ὅλη ἀνετράπετο Crat. 395 d; – τράπεζαν, den Wechslertisch umstoßen, Bankerott machen. Andocid. 1, 130. Auch durch Gründe widerlegen, Ar. Nubb. 897, eigtl. ἀντιλέγων, zu Boden schlagen. – Pass., niedergeschlagen sein, ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς, den Muth verlieren, Pol. 22, 8; D. Sic. 11, 31; ähnlich mitaor. med., ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theocr. 8, 90.
-
3 ἐκ-τρίβω
ἐκ-τρίβω, 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῠρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφϑαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται πρόῤῥιζος ἐκ Σπάρτης 6, 86; Ζεύς σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφϑεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, Ἄτλας ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῠ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Uebertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, ῥύπον Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen.
См. также в других словарях:
πρόρριζον — πρόρριζος by the roots masc/fem acc sg πρόρριζος by the roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόρριζος — η, ο / πρόρριζος, ον, ΝΑ 1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος 2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε...… … Dictionary of Greek
προσεδαφίζω — ΝΑ [ἐδαφίζω] νεοελλ. 1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος τής Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη») αρχ. 1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.) 2. φρ. «ὄφεων… … Dictionary of Greek
ՏԱԿԱԿՈՏՈՐ — ( ) NBH 2 0839 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա.մ. πρόρριζον radicitus. Զտակսն կամ զարմատսն կոտորելով. բնաջինջ. արմատախիլ. *Ապա եթէ անդէն ʼի նմին չարիս հաստատեալ կայցէք, արմատաքի տակակոտոր խլէ զծառն: Զանբժշկելի չարացն զարմատքս կենացն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)