-
1 πρόθεμα
πρόθεμαpublic notice: neut nom /voc /acc sg -
2 πρόθεμα
A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόθεμα
-
3 πρόθεμα
το грам, приставка, префикс -
4 πρόθεμα
πρό-θεμα, τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum; auch = Unterlage -
5 πρόθεμα
dönek -
6 πρόθεμα
prefixΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόθεμα
-
7 προθεμάτων
πρόθεμαpublic notice: neut gen pl -
8 προθέματα
πρόθεμαpublic notice: neut nom /voc /acc pl -
9 προθέματος
πρόθεμαpublic notice: neut gen sg -
10 πρό-θεσις
πρό-θεσις, ἡ, das Vorstellen, Ansstellen, bes. der Leichen, Plat. Legg. XII, 959 ae; τῃ προϑέσει τοῠ τετελευτηκότος παρεῖναι, Dem. 43, 64. – Der Vorsatz, Entschluß, Wille, Pol. oft, τὰ κατὰ τὴν πρόϑεσιν ἀπετέλεσεν, 1, 54, 1; κατὰ πρόϑεσιν ἐψευσμένος, mit Vorsatz, 12, 11, 6; auch ἡ πρόϑεσις, ἣν ἔχει τις πρός τινα, 4, 73, 2, Gesinnung, Geneigtheit; Sp. – Auch öffentliche Bekanntmachung, wie πρόϑεμα. – Auch Aufstellen eines Themas zur Besprechung, Arist. categ. 8, 38 rhet. 3, 13. – Bei den Gramm. die Präposition.
-
11 πρόθημα
το см. πρόθεμα
См. также в других словарях:
πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόθεμα — public notice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… … Dictionary of Greek
διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους … Dictionary of Greek
μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων … Dictionary of Greek
ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ … Dictionary of Greek
μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek