Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρόϊμος

См. также в других словарях:

  • πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՆԽԱՀԱՍ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. πρόϊμος maturus, tempestivus. Կանուխ հասեալ, այսինքն հասունացեալ. վաղահասուկ. կանուխ հասած. ... *Իբրեւ զկանխահաս թզոյ. Երեմ. ՟Ի՟Դ. 2: *Սիրելի են տնկագործին վերջահաս պտուղքն քան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»