-
1 πρόσφυγας
[просфтгас] ουσ. а. беженец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόσφυγας
-
2 беженец
-
3 политэмигрант
ο πολιτικός πρόσφυγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > политэмигрант
-
4 реэмигрант
ο επαναπατρισθείς πρόσφυγαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реэмигрант
-
5 эмигрант
ο πρόσφυγας, ο μετανάστης-ка η πρόσφυγα, η μετανάστρια-ский προσφυγικός, μεταναστευτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эмигрант
-
6 беженец
беженецм ὁ προσφυγας [-υξ]. -
7 беженец
[μπιέζυνιτς] ουσ. α. πρόσφυγας -
8 беженец
[μπιέζυνιτς] ουσ α πρόσφυγας -
9 беженец
-нца α. –ка, -и θ.φυγάς, πρόσφυγας (από θεομηνία, πόλεμο). -
10 политэмигрант
-а α.πολιτικός πρόσφυγας. -
11 реэмигрант
-а α.-ка, -и θ.πρόσφυγας επαναπατρισμένος. -
12 эвакуированный
επ. από μτχ.πρόσφυγας από εκκενωμένη περιοχή. -
13 эмигрант
-а. α.-ка, -и θ.πρόσφυγας, -γα•политические -ы πολιτικοί πρόσφυγες.
|| εκπατρισμένος• μετανάστης.
См. также в других словарях:
πρόσφυγας — ο / πρόσφυξ, υγος, ΝΜΑ, θηλ. πρόσφυγας και προσφυγίνα Ν νεοελλ. 1. πρόσωπο που υποχρεώνεται από πιεστικές καταστάσεις να εγκαταλείψει τον τόπο τής μόνιμης διαμονής του και να καταφύγει σε άλλον (α. «οι πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας» 8. «πολιτικός… … Dictionary of Greek
πρόσφυγας — ο θηλ. ίνα 1. αυτός που καταφεύγει σε κάποιον για προστασία. 2. στον πληθ., πρόσφυγες ομογενείς πληθυσμοί που κατέφυγαν σε κάποια χώρα από άλλες χώρες: Ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσφυγας — πρόσφυξ one who seeks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
προσφυγάκι — το, Ν νεαρός πρόσφυγας ή προσφυγοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προσφυγόπουλο — το, Ν 1. τέκνο πρόσφυγα 2. νεαρός πρόσφυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας + πουλο*] … Dictionary of Greek
Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… … Wikipédia en Français
Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre … Wikipedia
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) … Википедия
Μικρασιάτης — ο, θηλ. ισσα αυτός που κατοικεί στη Μικρά Ασία ή που κατάγεται από τη Μικρά Ασία, ιδίως αυτός που κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή τού 1922. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρά Ασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek