-
1 πρόσφορο
πρόσφορο τοпросфора – приношения из хлеба и вина и др., с которыми христиане в древности приходили в храм к Литургии. Впоследствии просфорой стал называться специально хлеб, употребляемый для совершения евхаристии. Он должен быть квасным, двухсоставным во образ двух естеств во Иисусе Христе, из лучшей пшеничной муки, приготовлен со всевозможной чистотой и запечатлен священной печатью, см. ύψωμα. Эта печать, прилагаемая на верхней части просфоры, состоит из четырехконечного креста и делит просфору на четыре части, на которых вытиснуты слова Iс Хс Иисус Христос ника (т.е. Иисус Христос побеждает)Этим.< дргр. προσφέρω «приносить» -
2 πρόσφορο
το церк, просфора -
3 просфора
просфораж церк. τό πρόσφορο, ἡ προσφορά. -
4 προσφορά
η1) поднесение угощения, угощение;προσφορά γλυκου — угощение вареньем;
2) преподнесение (подарка);προσφορά λουλουδιών — преподнесение цветов;
3) предложение (услуг, помощи и т. п.);4) пожертвование, дар; даяние (уст.); 5) вклад; лепта (книжн.);είναι μεγάλη η προσφορά του στην επιστήμη — он внёс большой вклад в науку;
6) предложение (почётное); предоставление (почётного места, должности и т. п.);7) эк предложение;ο νόμος της προσφορας και της ζήτησης — закон спроса и предложения;
8) церк. см. πρόσφορο -
5 αμνός
αμνός ο1) ягненок, агнец;2) Агнец – Христос. Агнцем символически изображается Христос в иконописи;3) Агнец. Им именуется вынутая на проскомидии центральная часть просфоры, на которой изображена печать, см. πρόσφορο. Агнец полагается на Дискос и пресуществляется в Тело Христово на Божественной Евхаристии, совершаемой в воспоминание пострадавшего за нас Господа Иисуса Христа;ΦΡ.αμνός του Θεού — Агнец Божий – Господь Иисус Христос, принесший Себя в жертву за грехи мираЭтим.дргр. < инд. ag(h)-nos, лат. agnus. Слово «агнец» в Новом Завете относится исключительно к Христу. (Ин. 1, 29)«ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» — «се агнец Божий, вземляй грехи мира»
-
6 προσφορά
προσφορά ηсм. πρόσφορο -
7 σφραγίζω
-
8 σώμα
σώμα το1) тело;2) просфора, которая преосуществляется в Плоть Христову в таинстве Евхаристии на Божественной Литургии, см. πρόσφορο ;ΦΡ.σώμα τής Εκκλησίας — тело Церкви – сообщество членов Церкви: -
9 просфора
[προσφορά] ουσ. θ. (εκκλ.) πρόσφορο, προσφορά -
10 просфора
[προσφορά] ουσ θ (εκκλ.) πρόσφορο, προσφορά
См. также в других словарях:
πρόσφορο — το, Ν βλ. πρόσφορος … Dictionary of Greek
πρόσφορο — το βλ. προσφορά, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
απολείτουργα — (I) (Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία] μετά τη θεία λειτουργία. (II) τα 1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους 2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
βλογίδι — το [βλογώ] 1. εκκλησιαστική ευχή 2. η τελετή του γάμου 3. το πρόσφορο που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία … Dictionary of Greek