Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρόσφορο

См. также в других словарях:

  • πρόσφορο — το, Ν βλ. πρόσφορος …   Dictionary of Greek

  • πρόσφορο — το βλ. προσφορά, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • απολείτουργα — (I) (Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία] μετά τη θεία λειτουργία. (II) τα 1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους 2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • βλογίδι — το [βλογώ] 1. εκκλησιαστική ευχή 2. η τελετή του γάμου 3. το πρόσφορο που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»