-
1 πρόστοον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόστοον
-
2 πρόστοον
πρό-στοον, τό, Vorhalle -
3 πρό-στῳον
-
4 προστῷον
A portico, Pl.Prt. 314e, 315c, IG22.1675.3, 1680.1, Plu.2.838d, etc.; written [full] πρόστοον in IGRom.3.690.8 (Aperlae, i A.D.).—As Adj., τόποι πρόστωοι Sch. Il.20.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστῷον
См. также в других словарях:
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek
πρόστοο — το / πρόστοον ΝΑ βλ. προστώο … Dictionary of Greek