-
1 πρόσστασις
A adhesion, Hp.Loc.Hom.13 (written προστ-): pl., in concrete sense, things which touch the tongue, Id.Epid.6.5.10 (written προστ-).II in [dialect] Dor. forms ποίστασις, ποτίστασις (qq. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσστασις
-
2 πρόστασις
III v. πρόσστασις 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόστασις
См. также в других словарях:
πρόσστασις — άσεως, ἡ, Α [προσίστημι] 1. προσκόλληση 2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ προσστάσεις όσα προσκολλώνται στη γλώσσα … Dictionary of Greek
πρόστασις — άσεως, ἡ, Α [προΐστημι] 1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα 2. η προστάς* 3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις* 4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» το προστομιαίο(ν) … Dictionary of Greek