Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρόσστασις

См. также в других словарях:

  • πρόσστασις — άσεως, ἡ, Α [προσίστημι] 1. προσκόλληση 2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ προσστάσεις όσα προσκολλώνται στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • πρόστασις — άσεως, ἡ, Α [προΐστημι] 1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα 2. η προστάς* 3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις* 4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» το προστομιαίο(ν) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»