-
1 πρόσπλους
πρόσπλους, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσπλους
См. также в других словарях:
πρόσπλους — ὁ, Α [προσπλέω] ο πλους προς κάτι ή, συνήθως, ο πλους εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
1 πρόσπλους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσπλους
πρόσπλους — ὁ, Α [προσπλέω] ο πλους προς κάτι ή, συνήθως, ο πλους εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek