Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρόσκωπος

См. также в других словарях:

  • πρόσκωπος — at the oar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκωπος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στο κουπί, ο κωπηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κωπος (< κώπη), πρβλ. πρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πρόσκωπον — πρόσκωπος at the oar masc/fem acc sg πρόσκωπος at the oar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκώπους — πρόσκωπος at the oar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκώπων — πρόσκωπος at the oar masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκωποι — πρόσκωπος at the oar masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»