-
1 πρός-πτυγμα
πρός-πτυγμα, τό, Gegenstand der Umarmung, der Umarmte, Eur. Or. 1049.
-
2 πρόςπτυγμα
πρός-πτυγμα, τό, Gegenstand der Umarmung, der Umarmte
См. также в других словарях:
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek