-
1 πρός-παιος
πρός-παιος, daraufstoßend, zufällig, unerwartet, neu; εἰ πρόςπαια μὴ τύχοι κακά, Aesch. Ag. 338; sp. D., wie Nic. Ther. 690 Lycophr. 211; ἐκ προςπαίου, unversehens, auch neuerdings, Arist. Eth. 9, 5, wie ἐκ προςπαίου τινὸς τύχης, Pol. 6, 43, 3.
-
2 πρόςπαιος
πρός-παιος, daraufstoßend, zufällig, unerwartet, neu; ἐκ προςπαίου, unversehens, auch neuerdings
См. также в других словарях:
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek