Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρός-οψις

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 …   Deutsch Wikipedia

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • видимыи — (326) прич. страд. наст. 1.Видимый; доступный зрению, наблюдению: вди||го вл҃дкы не бо˫а сѩ. ко невидимааго оубоить сѩ. Изб 1076, 46 46 об.; бѣаше бо по истинѣ чловѣкъ б҃жии. свѣтило въ вьсемь мирѣ видимоѥ. ЖФП XII, 42а; и сн҃ви б҃жию… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άποψη — η (AM ἄποψις) [όψις] θέα από κάποια απόσταση νεοελλ. ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή αρχ. 1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα 2. το μέρος προς το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • επίγνωση — η (AM ἐπίγνωσις) [επιγιγνώσκω] ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση τής θέσης του») αρχ. μσν. η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις») αρχ. 1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι… …   Dictionary of Greek

  • κορύλοψις — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας αμαμηλιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. corylopsis < coryl (< λατ. corylus «κόρυλος») + opsis (πρβλ. όψις)] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • ԴԷՄ — (դիմի, մաւ. մանաւանդ՝ Դէմք, դիմաց, մօք.) NBH 1 0611 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ԴԷՄ մանաւանդ՝ ԴԷՄՔ. պ. տիյմ, տիյմէր, տիյտար, տիտար. πρόσωπον vultus, facies, os Առաջք գլխոյ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»