-
1 πρός-οισμα
πρός-οισμα (s. προςφέρω) τό, das, was man zu sich nimmt, die Speise, Hippocr.
-
2 πρόςοισμα
πρός-οισμα, τό, das, was man zu sich nimmt, die Speise
1 πρός-οισμα
πρός-οισμα (s. προςφέρω) τό, das, was man zu sich nimmt, die Speise, Hippocr.
2 πρόςοισμα