-
1 πρός-κρουσμα
πρός-κρουσμα, τό, = πρόςκρουμα; neben ἔχϑρα, Dem. 54, 3; Plut. non posse 29.
-
2 πρός-κρουμα
πρός-κρουμα, τό, auch - κρουσμα, Anstoß, eigtl. u. übtr., bes. das, wodurch man einem Andern Anlaß zur Unzufriedenheit, zur Feindschaft giebt, auch die Mißhelligkeit od. Feindschaft selbst, Plut. de sanit. tuend. p. 408 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek