-
1 πρός-κολλος
πρός-κολλος, dor. ποτίκολλος, = προςκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.
См. также в других словарях:
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek