-
1 πρόοψις
πρό-οψις, ἡ, das Vorhersehen -
2 πρός-οψις
πρός-οψις, ἡ, das äußerliche Ansehen, die Gestalt; δαίμων ἐπῆλϑεν, φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόςοψιν ϑηκάμενος, Pind. P. 4, 29; ἐν ἀσχήμονι προςόψει, in elender Gestalt, traurigem Aufzuge, D. Sic. 13, 27; – das Ansehen, der Anblick, φιλτάτην ἔχων πρόςοψιν, Soph. El. 1278, vgl. Ai. 70; Eur. εἰς πρόςοψιν τῆς ἐμῆς ἐλϑὼν γυναικός, Andr. 686; bei Thuc. 2, 89. 4, 7. 9 scheint mit Bekker u. Poppo πρόοψις zu ändern; Xen. u. Folgde, wie Pol. 9, 41, 2; φροντιστικοὶ τὴν πρόςοψιν, Luc. Pisc. 12; ἐν ἀσχήμονι προςόψει, D. Sic. 13, 27.
См. также в других словарях:
πρόοψις — όψεως, ἡ, Α [ὄψις] 1. πρόβλεψη 2. δυνατότητα θέας 3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι … Dictionary of Greek
προόψει — πρόοψις foreseeing fem nom/voc/acc dual (attic epic) προόψεϊ , πρόοψις foreseeing fem dat sg (epic) πρόοψις foreseeing fem dat sg (attic ionic) προόψει , προοράω see before one fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοψιν — πρόοψις foreseeing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόψιος — ον, Α (ως προσων. τού Απόλλωνος) αυτός που προβλέπει, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόοψις «πρόβλεψη» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
προόψεως — προόψεω̆ς , πρόοψις foreseeing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)