-
1 πρόκακα
πρόκακοςexceeding bad: neut nom /voc /acc pl -
2 πρό-κακος
πρό-κακος, sehr schlimm, sehr übel, κακὰ πρόκακα, Aesch. Pers. 948. 951. Vgl. über das Wort, das Einige, wie Erf. Soph. Ant. 1127 ganz verwerfen, Jac. A. P. p. 257.
-
3 ἄ-λαστος
ἄ-λαστος (Ion. = ἄληστος; λανϑάνω), nicht zu vergessen, nicht zu verschmerzen, stets an sich erinnernd, quälend, Hom. sechsmal, πένϑος ἄλαστον Iliad. 24, 105 Od. 1, 342, ἄλαστον-πένϑος Od. 24, 423, ἄχος αἰὲν ἄλαστον Od. 4, 108, ἄλαστον ὀδύρομαι Od. 14, 174, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε, du, dem ich es nie vergessen will, Iliad. 22, 261; – Hes. Th. 467 πένϑος; Aesch. πρόκακα Pers. 950; Eur. Troad. 1231 übh. elend, fluchbeladen, wie ἀλάστωρ; Soph. ἀνήρ O. C. 1480, πατρὸς ἔμφυτον αἷμα 1668; ἄλαστα παϑεῖν, unerträglich leiden, 543.
-
4 αλαστος
-
5 προκακοπαθεω
-
6 προκακος
-
7 πρόκακος
πρόκᾰκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκακος
См. также в других словарях:
πρόκακα — πρόκακος exceeding bad neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνός — ή, ό / στυγνός, ή, όν, ΝΑ 1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.) 2. κατηφής, σκυθρωπός αρχ. 1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος 2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν λυπηρά.… … Dictionary of Greek