-
41 προδήλῳ
-
42 προδήλωι
προδήλῳ, πρόδηλοςclear: masc /fem /neut dat sg -
43 4271
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4271
-
44 выказать
кажу, -кажешьρ.σ.μ.δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•
выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.
1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι. -
45 заведомый
επ.προφανής, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος• γνωστός, πασίγνωστος, ονομαστός, ξακουστός•-ая ложь ολοφάνερο ψέμα•
он заведомый лентяй αυτός είναι γνωστός τεμπέλης.
-
46 наглядный
επ.-ден, -дна, -дно1. εποπτικός• παραστατικός•-ое обучение εποπτική διδασκαλία•
-ые пособия εποπτικά μέσα.
2. πειστικός, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος, οφθαλμοφανής• χειροπιαστός•наглядный пример χειροπιαστό παράδειγμα.
-
47 самоочевидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, αυτόδηλος. -
48 явный
επ., βρ: явен явна, явно.1. φανερός, εμφανής•явный враг φανερός εχθρός.
2. ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος • σαφής, ευκρινής, καθαρός•-ая ложь ολοφάνερο ψέμμα•
-ое недоразумение καθαρή παραξήγηση•
-ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση.
-
49 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα. -
50 δῆλος
δῆλος (also [dialect] Dor., Archyt.1, Theoc.11.79, etc., and [dialect] Aeol., cf. πρόδηλος), η, ον, also ος, ον E.Med. 1197: [dialect] Ep. [full] δέελος:I prop. visible, conspicuous,δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466
, but:II commonly, clear to the mind, manifest,νῦν δ' ἤδη τόδε δ. Od.20.333
, etc.2 δ. εἰμι is freq. used c. part., δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων i.e. it is clear that he takes it ill, S.Ph. 1011, cf. OT 673, 1008, etc.; οἳ ἂν δ. ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες who are clearly not going to permit, Th. 1.71; withὡς, δ. ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Aj. 326
;δ. ἔσεσθε ὡς ὀργιζόμενοι Lys.12.90
, cf. X.An.1.5.9; δ. ὁρᾶσθαι.. ὤν being as was plainly to be seen, E.Or. 350: with ὅτι and a Verb,δ. ἐστιν ὅτι.. ἀκήκοεν Ar.Pl. 333
;δ. ἡ οἰκοδομία ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο Th.1.9
<*>;δ. ἔσται ὅτι.. Lys.12.50
: sts. the part. or relat. clause must be supplied, καταγελᾷς μου, δ. εἶ (sc. καταγελῶν) Ar.Av. 1407, cf. Id.Lys. 919; δῆλοι δέ (sc. οὐ μένοντες) Th.5.10.3 δῆλον ποιεῖν show plainly,τινὶ ὅτι.. Id.6.34
, etc.: c. part.,δῆλον ἐποιήσατε.. μηδίσαντες Id.3.64
.4 δῆλον (sc. ἐστί) it is manifest,αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον S.Aj. 906
;ἀλγεινά, Πρόκνη, δῆλον Id.Fr. 585
;ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δῆλον Theoc.10.13
; δῆλον δέ, to introduce a proof, folld. by γάρ, Th.1.11, Arist.Col. 799a5, etc.;δῆλον γάρ S.Fr.63
;δῆλον ὅτι Th.3.38
, etc.;τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει X.An.1.3.9
, cf. Cyr.2.4.24, etc., v. δηλονότι: in pl.,δῆλα δή, δ. δ. καὶ ταῦτα Pl.Cri. 48b
;ἢ δ. δ. ὅτι..; Id.Prt. 309a
, etc.: hence as Adv., usu. written δηλαδή (q.v.).5 Adv. δήλως is rejected by [dialect] Att., Poll.6.207. -
51 Clear
adj.Of leather: P. εὔδιος (Xen.), V. γαληνός.Clear weather: Ar. and P. αἰθρία, ἡ (Xen.).Of sight: Ar. and P. ὀξύς.Evident, manifest: P. and V. δῆλος. ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανής, περιφανής, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής. Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, Ar. ἐπίδηλος.Clear beforehand: P. πρόδηλος.Intelligible: see Intelligible.Free from trees: P. ψιλός; see Open.Undefiled: P. and V. καθαρός, ὅσιος, εὐαγής (rare P.), ἀκήρατος (rare P.), ἅγνος (rare P.), ἀκέραιος, V. ἀκραιφνής.Net: P. ἀτελής.Clear of: P. and V. ψιλός (gen.); see free from.Keep clear of: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).Whenever they closed with one another they could not easily get clear: P. ἐπειδὴ προσβάλλοιειν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο (Thuc. 1, 49).——————v. trans.Reclaim ( from wild state): P. and V. ἡμεροῦν, V. ἐξημεροῦν, ἀνημεροῦν (Soph., frag.), καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν.Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.Jump over: see jump over.Clear oneself of ( a charge): P. ἀπολύεσθαι (acc. or absol.).Clear the way: see Prepare.Clear away, remove: P. and V. ἐξαιρεῖν, P. ἐκκαθαίρειν.Clear away the tables: Ar. ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ( Pax, 1193).Run away: see run away.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clear
-
52 Manifest
adj.P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, Ar. ἐπίδηλος.Manifest beforehand: P. πρόδηλος.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manifest
-
53 προδηλόω
προδηλόω 1 aor. προεδήλωσα; aor. ptc. n. pl. gen. προδηλωθέντων; pf. pass. ptc. προδεδηλωμένος (Thu. 6, 34, 7; ins, pap; 3 Macc 4:14; Philo, Decal. 45; 50) to make known beforehand, reveal τὶ someth. (Diod S 20, 37, 1; Plut., Pomp. 636 [32, 6]; Jos., Bell. 2, 629) τὴν θλῖψιν Hs 7:5. Pass. οἱ προδεδηλωμένοι πατέρες the fathers, whom we have previously mentioned (cp. IG XII/7, 239, 23; 3 Macc 4:14) 1 Cl 62:2.—DELG s.v. δῆλος. M-M s.v. πρόδηλος.
См. также в других словарях:
πρόδηλος — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδηλος — η, ο / πρόδηλος, ον, ΝΑ σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.) αρχ. 1. προδηλωτικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι (ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί 3. φρ. «ἐκ προδήλου» από εμφανές μέρος. Επίρ.… … Dictionary of Greek
προδηλότερον — πρόδηλος clear adverbial comp πρόδηλος clear masc acc comp sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλοτάτων — πρόδηλος clear fem gen superl pl πρόδηλος clear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλοτέρων — πρόδηλος clear fem gen comp pl πρόδηλος clear masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλότατα — πρόδηλος clear adverbial superl πρόδηλος clear neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλότατον — πρόδηλος clear masc acc superl sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδήλως — πρόδηλος clear adverbial πρόδηλος clear masc/fem acc pl (doric) προδηλόω make clear beforehand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) προδηλόω make clear beforehand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδηλον — πρόδηλος clear masc/fem acc sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλοτάτη — πρόδηλος clear fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλοτάτην — πρόδηλος clear fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)