Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρόδηλος

  • 41 προδήλῳ

    πρόδηλος
    clear: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > προδήλῳ

  • 42 προδήλωι

    προδήλῳ, πρόδηλος
    clear: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > προδήλωι

  • 43 4271

    {прил., 3}
    явный, очевидный, известный всем.
    Ссылки: 1Тим. 5:24, 25; Евр. 7:14.*

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4271

  • 44 выказать

    кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•

    выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•

    выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.

    1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выказать

  • 45 заведомый

    επ.
    προφανής, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος• γνωστός, πασίγνωστος, ονομαστός, ξακουστός•

    -ая ложь ολοφάνερο ψέμα•

    он заведомый лентяй αυτός είναι γνωστός τεμπέλης.

    Большой русско-греческий словарь > заведомый

  • 46 наглядный

    επ.
    -ден, -дна, -дно
    1. εποπτικός• παραστατικός•

    -ое обучение εποπτική διδασκαλία•

    -ые пособия εποπτικά μέσα.

    2. πειστικός, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος, οφθαλμοφανής• χειροπιαστός•

    наглядный пример χειροπιαστό παράδειγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наглядный

  • 47 самоочевидный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, αυτόδηλος.

    Большой русско-греческий словарь > самоочевидный

  • 48 явный

    επ., βρ: явен явна, явно.
    1. φανερός, εμφανής•

    явный враг φανερός εχθρός.

    2. ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος • σαφής, ευκρινής, καθαρός•

    -ая ложь ολοφάνερο ψέμμα•

    -ое недоразумение καθαρή παραξήγηση•

    -ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση.

    Большой русско-греческий словарь > явный

  • 49 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

  • 50 δῆλος

    δῆλος (also [dialect] Dor., Archyt.1, Theoc.11.79, etc., and [dialect] Aeol., cf. πρόδηλος), η, ον, also ος, ον E.Med. 1197: [dialect] Ep. [full] δέελος:
    I prop. visible, conspicuous,

    δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466

    , but:
    II commonly, clear to the mind, manifest,

    νῦν δ' ἤδη τόδε δ. Od.20.333

    , etc.
    2 δ. εἰμι is freq. used c. part., δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων i.e. it is clear that he takes it ill, S.Ph. 1011, cf. OT 673, 1008, etc.; οἳ ἂν δ. ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες who are clearly not going to permit, Th. 1.71; with

    ὡς, δ. ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Aj. 326

    ;

    δ. ἔσεσθε ὡς ὀργιζόμενοι Lys.12.90

    , cf. X.An.1.5.9; δ. ὁρᾶσθαι.. ὤν being as was plainly to be seen, E.Or. 350: with ὅτι and a Verb,

    δ. ἐστιν ὅτι.. ἀκήκοεν Ar.Pl. 333

    ;

    δ. ἡ οἰκοδομία ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο Th.1.9

    <*>;

    δ. ἔσται ὅτι.. Lys.12.50

    : sts. the part. or relat. clause must be supplied, καταγελᾷς μου, δ. εἶ (sc. καταγελῶν) Ar.Av. 1407, cf. Id.Lys. 919; δῆλοι δέ (sc. οὐ μένοντες) Th.5.10.
    3 δῆλον ποιεῖν show plainly,

    τινὶ ὅτι.. Id.6.34

    , etc.: c. part.,

    δῆλον ἐποιήσατε.. μηδίσαντες Id.3.64

    .
    4 δῆλον (sc. ἐστί) it is manifest,

    αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον S.Aj. 906

    ;

    ἀλγεινά, Πρόκνη, δῆλον Id.Fr. 585

    ;

    ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δῆλον Theoc.10.13

    ; δῆλον δέ, to introduce a proof, folld. by γάρ, Th.1.11, Arist.Col. 799a5, etc.;

    δῆλον γάρ S.Fr.63

    ;

    δῆλον ὅτι Th.3.38

    , etc.;

    τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει X.An.1.3.9

    , cf. Cyr.2.4.24, etc., v. δηλονότι: in pl.,

    δῆλα δή, δ. δ. καὶ ταῦτα Pl.Cri. 48b

    ;

    ἢ δ. δ. ὅτι..; Id.Prt. 309a

    , etc.: hence as Adv., usu. written δηλαδή (q.v.).
    5 Adv. δήλως is rejected by [dialect] Att., Poll.6.207.
    III δῆλοι, οἱ, Urim, LXX 1 Ki.28.6,al. (Cf. δέατο.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δῆλος

  • 51 Clear

    adj.
    Limpid: P. and V. καθαρός, λαμπρός, εὐαγής (Plat. but rare P.), Ar. and P. διαφανής.
    Of leather: P. εὔδιος (Xen.), V. γαληνός.
    Clear weather: Ar. and P. αἰθρία, ἡ (Xen.).
    Of sound; P. and V. λαμπρός; see Loud.
    Of sight: Ar. and P. ὀξς.
    Evident, manifest: P. and V. δῆλος. ἐναργής, σαφής, λαμπρός, ἔνδηλος, φανερός, ἐμφανής, ἐκφανής, διαφανής, περιφανής, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής. Ar. and P. εὔδηλος, κατδηλος, Ar. ἐπδηλος.
    Clear beforehand: P. πρόδηλος.
    Intelligible: see Intelligible.
    Free from trees: P. ψιλός; see Open.
    Undefiled: P. and V. καθαρός, ὅσιος, εὐαγής (rare P.), κήρατος (rare P.), ἅγνος (rare P.), κέραιος, V. ἀκραιφνής.
    Net: P. ἀτελής.
    Clear of: P. and V. ψιλός (gen.); see free from.
    Keep clear of: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Stand clear: P. and V. ἐκποδὼν στῆναι ( 2nd aor. ἵστασθαι).
    Whenever they closed with one another they could not easily get clear: P. ἐπειδὴ προσβάλλοιειν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο (Thuc. 1, 49).
    ——————
    v. trans.
    Reclaim ( from wild state): P. and V. ἡμεροῦν, V. ἐξημεροῦν, νημεροῦν (Soph., frag.), καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν.
    Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.
    Make clear, plain: P. and V. σαφηνίζειν (Xen.), διασαφεῖν (Plat.), V. ὀμματοῦν, ἐξομματοῦν.
    Cross: P. and V. περβαίνειν; see Cross.
    Jump over: see jump over.
    Acquit: P. and V. φιέναι, λειν, ἐκλειν; see Acquit.
    Double ( a cape): P. ὑπερβάλλειν.
    Clear oneself of ( a charge): P. ἀπολύεσθαι (acc. or absol.).
    Be cleared ( acquitted): P. and V. φεύγειν, Ar. and P. ποφεύγειν.
    Clear the way: see Prepare.
    Clear away, remove: P. and V. ἐξαιρεῖν, P. ἐκκαθαίρειν.
    Get rid of: Ar. and P. διαλειν.
    Clear away the tables: Ar. ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ( Pax, 1193).
    Clear off ( a debt): P. διαλύειν.
    Run away: see run away.
    Clear up, solve: P. and V. λειν, P. διαλύειν; see Solve.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clear

  • 52 Manifest

    adj.
    P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, Ar. ἐπδηλος.
    Manifest beforehand: P. πρόδηλος.
    ——————
    v. trans.
    Give proof of: P. and V. ἐνδείκνυσθαι, παρέχειν (or mid.), προτθεσθαι, V. τθεσθαι, Ar. and P. ἐπιδείκνυσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manifest

  • 53 προδηλόω

    προδηλόω 1 aor. προεδήλωσα; aor. ptc. n. pl. gen. προδηλωθέντων; pf. pass. ptc. προδεδηλωμένος (Thu. 6, 34, 7; ins, pap; 3 Macc 4:14; Philo, Decal. 45; 50) to make known beforehand, reveal τὶ someth. (Diod S 20, 37, 1; Plut., Pomp. 636 [32, 6]; Jos., Bell. 2, 629) τὴν θλῖψιν Hs 7:5. Pass. οἱ προδεδηλωμένοι πατέρες the fathers, whom we have previously mentioned (cp. IG XII/7, 239, 23; 3 Macc 4:14) 1 Cl 62:2.—DELG s.v. δῆλος. M-M s.v. πρόδηλος.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προδηλόω

См. также в других словарях:

  • πρόδηλος — clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόδηλος — η, ο / πρόδηλος, ον, ΝΑ σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.) αρχ. 1. προδηλωτικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι (ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί 3. φρ. «ἐκ προδήλου» από εμφανές μέρος. Επίρ.… …   Dictionary of Greek

  • προδηλότερον — πρόδηλος clear adverbial comp πρόδηλος clear masc acc comp sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλοτάτων — πρόδηλος clear fem gen superl pl πρόδηλος clear masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλοτέρων — πρόδηλος clear fem gen comp pl πρόδηλος clear masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλότατα — πρόδηλος clear adverbial superl πρόδηλος clear neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλότατον — πρόδηλος clear masc acc superl sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδήλως — πρόδηλος clear adverbial πρόδηλος clear masc/fem acc pl (doric) προδηλόω make clear beforehand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) προδηλόω make clear beforehand imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόδηλον — πρόδηλος clear masc/fem acc sg πρόδηλος clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλοτάτη — πρόδηλος clear fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδηλοτάτην — πρόδηλος clear fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»