-
41 Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
Плохо с утра, к вечеру ещё хуже• День не задался• Если начало плохое, то и конец худойИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
-
42 matin
πρωί -
43 matinée
πρωί -
44 dopoledne
πρωί -
45 ráno
πρωί -
46 morning
πρωί -
47 przedpołudnie
πρωί -
48 ranek
πρωί -
49 rano
πρωί -
50 πρώϊος
A early,I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ); π. ἐμπολέα AP6.304
(Phan.);π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27
; alsoπερὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6
;δείλης πρωΐας Philem.210
.2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28
;πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1
: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1
;ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16
([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).II early in the year,πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130
; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V. 264;σικύων πρῴων Id. Pax 1001
, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)σῖτον PCair.Zen.155.2
(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA 543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.πρωΐτερος Id.CP 5.6.5
codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9. -
51 πρωίτατον
πρωίearly in the day: masc acc sgπρωίearly in the day: neut nom /voc /acc sg -
52 πρωίτερον
πρωίearly in the day: masc acc sgπρωίearly in the day: neut nom /voc /acc sg -
53 πρῷ
πρωί / πρῷ adv. рано утром -
54 πρωιαίτατα
πρωίearly in the day: irreg̱superl indeclform (adverb) -
55 πρωίτατα
πρωίearly in the day: neut nom /voc /acc pl -
56 πρωίτεροι
πρωίearly in the day: masc nom /voc pl -
57 πρωϊσπορέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωϊσπορέομαι
-
58 πρωΐσπορος
πρωΐ-σπορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωΐσπορος
-
59 πρωϊανθής
πρωϊ-ανθής, ές, früh blühend -
60 πρωϊβλαστέω
См. также в других словарях:
πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως … Dictionary of Greek
πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)