-
1 πρωίην
πρώιοςearly: fem acc sg (epic ionic) -
2 πρώιην
πρῴ̱ην, πρώιοςearly: fem acc sg (attic epic ionic) -
3 δείλη
δείλη, ἡ,A afternoon (δ. ἡμέρας τελευτή Pl.Def. 411b
),ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ Il.21.111
: divided into early and late ( πρωΐα and ὀψία), περὶ δείλην πρωΐην γενομένην Hdt.8.6
(opp. δ. ὀψίην, ib.9);δείλης ὀψίης Id.7.167
, cf. D.57.9;περὶ δείλην ἤδη ὀψίαν Th.8.26
; laterπερὶ δ. ἑσπέραν Ph.2.533
, Hdn.3.12.7.II δ. alone,1 early afternoon,δείλῃ δὲ τέμνεται ὀπώρα S.Fr. 255
;ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας.., ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο X.An.1.8.8
; ἀμφὶ δείλην ib.2.2.14 (opp. ὀψέ, ib.16);περὶ δείλην Hdt.9.101
, Th.4.69, 103; ἀπὸ δείλης from the hour of afternoon, Arist.HA 564a19; in the course of the afternoon,X.
An.7.3.10; but also,b late afternoon, τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον.. ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο ib.3.3.11; ἡνίκα ἦν δ., opp. τῆς νυκτός, ib.3.4.34, cf.4.2.1,7.2.16;μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ Id.HG1.1.5
, cf. 4.1.22;ἀπ' ἠοῦς μέχρι δείλης Pl.Def. 411a
; ἕωθεν καὶ δείλης early in the morning and late in the evening, Arist.Fr. 531;πρὸς τὴν δείλην Id.HA 596a23
; δείλαν alone, Theoc.10.5.2 in late Prose, any time of day, περὶ μεσημβρίαν δ. about mid-day, Ach.Tat.3.2.b apparently, day, opp. night, δείλ (η) ς ἐργ ([etym.] άταις) PLond.1.131r44 (ii A.D.), cf. 244. -
4 πρώϊος
A early,I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ); π. ἐμπολέα AP6.304
(Phan.);π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27
; alsoπερὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6
;δείλης πρωΐας Philem.210
.2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28
;πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1
: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1
;ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16
([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).II early in the year,πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130
; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V. 264;σικύων πρῴων Id. Pax 1001
, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)σῖτον PCair.Zen.155.2
(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA 543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.πρωΐτερος Id.CP 5.6.5
codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский