-
1 πρωία
πρωίᾱ, πρώιοςearly: fem nom /voc /acc dualπρωίᾱ, πρώιοςearly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πρωίᾱͅ, πρώιοςearly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πρωΐα
-
3 πρωια
-
4 πρωΐα
-
5 πρωΐα
-
6 πρωίᾳ
Βλ. λ. πρωία -
7 πρωΐα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρωΐα
-
8 πρωΐα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρωΐα
-
9 πρωΐα
-
10 πρωΐα
ранее утро.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρωΐα
-
11 πρώια
πρώιοςearly: neut nom /voc /acc plπρῴ̱ᾱ, πρώιοςearly: fem nom /voc /acc dual (attic)πρῴ̱ᾱ, πρώιοςearly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
12 πρωία
-ας + ἡ N 1 0-1-0-8-2=11 2 Sm 23,4; Ps 64(65),9; 72(73),14; 100(101),8; 129(130),6Cf. WALTERS 1973 93.300-301 -
13 πρωία
[проиа] ουσ θ уторо, утренняя пора. -
14 πρωίας
πρωίᾱς, πρώιοςearly: fem acc plπρωίᾱς, πρώιοςearly: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 πρωίαι
πρωίᾱͅ, πρώιοςearly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 πρωίαν
πρωίᾱν, πρώιοςearly: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 πρώϊος
A early,I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ); π. ἐμπολέα AP6.304
(Phan.);π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27
; alsoπερὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6
;δείλης πρωΐας Philem.210
.2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28
;πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1
: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1
;ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16
([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).II early in the year,πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130
; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V. 264;σικύων πρῴων Id. Pax 1001
, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)σῖτον PCair.Zen.155.2
(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA 543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.πρωΐτερος Id.CP 5.6.5
codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9. -
18 πρώϊος
πρώϊος, früh, früh am Tage, früh Morgens, Il. 15, 470, wo πρώϊον adverbial = πρωΐ steht; δείλη πρωΐη, Her. 8, 6, die Morgendämmerung, wo es einige Erklärer von der frühen Abenddämmerung verstehen. – Uebh. frühzeitig, früh im Jahre, Her. 8, 130. – Vgl. πρῷος u. πρωΐα. – Die compar. u. superl. πρωϊαίτερος u. πρωϊαίτατος s. unter πρωΐ.
-
19 δείλη
δείλη, ἡ, der Nachmittag; bei Hom. einmal, Iliad. 21, 111 ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ ὁππότε τις καὶ ἐμεῖο Ἄρει ἐκ ϑυμὸν ἕληται, var. lect. δείλης, Scholl. Didym. Ἀρίσταρχος χωρὶς τοῠ σ δείλη, Scholl. V. δίχα τοῦ σ δείλη) Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τρία διαιρεῖ, ἠῶ τὴν πρωίαν, μεσημβρίαν πᾶν τὸ μέσον τῆς ἡμέρας, δείλην, ὅτε ἐνδεῖ ἡ τοῦ ἡλίου ἕλη, τουτέστιν ἡ αὐγή, ὥσπερ καὶ τὴν νύκτα εἰς τρία, ἑσπέραν, ἀμολγόν, ἑώαν. Wahrscheinlicher als die hier gegebene Etymologie ist die von Buttmann Lexil. 2, 191 aufgestellte, nach welcher δείλη nur eine andere Form von εἵλη ist, wie διώκω ἰώκω, δαήμων δαίμων αἵμων; der Nachmittag ist recht eigentlich die Zeit der Sonnenwärme. Ueber den Accent von δείλη vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 19, 26. – Bei den Folgenden findet man unterschieden δείλη πρωΐα u. ὀψία, Her. 8, 6 u. 7, 167, erstere, nach Moeris, nach 12 Uhr Mittags ( μετὰ ἕκτην ὥραν), letztere, nach B. A. p. 54, ἀμφὶ τὴν ἐννάτην καὶ δεκάτην, 3–4 Uhr Nachmittags, vgl. Thuc. 8, 26; Dem. 27, 9. Bei den Att., bes. Sp., ist es der späte Nachmittag, selbst der Abend, Plat. defin. 411 b, δείλη ἡμέρας τελευτή, nach Hesych. δείλη ὀψία ἡ περὶ δύσιν ἡλίου. So περὶ δείλην, gegen Abend, Thuc. 4, 103; ὀψίαν 3, 74; περὶ δείλην ἑσπέραν Hdn. 3, 12, 16; δείλαν allein Theocr. 10, 5; μέχρι δείλης ἐξ ἑωϑινοῠ Xen. Hell. 1, 1, 3. – Synes. sagt auch δείλη ἑῴα, der Morgen.
-
20 4405
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4405
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωία — πρωίᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual πρωίᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίᾳ — πρωίᾱͅ , πρώιος early fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωία — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια εφημερίδα, όργανο του Εθνικού κόμματος (1879 – 1905). Εκδόθηκε σε δύο περιόδους· από τις 11 Μαρτίου 1879 μέχρι τις 2 Αυγούστου 1894 με διευθυντή τον I. Αντωνόπουλο, και από τις 3 Αυγούστου μέχρι τις 12… … Dictionary of Greek
πρώια — πρώιος early neut nom/voc/acc pl πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίας — πρωίᾱς , πρώιος early fem acc pl πρωίᾱς , πρώιος early fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίαι — πρωίᾱͅ , πρώιος early fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίαν — πρωίᾱν , πρώιος early fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινός — ή, ό / πρωινός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από… … Dictionary of Greek
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
Procès des Six — Déposition du colonel Passaris, ancien sous chef de l État major, témoignant pour l accusation Le procès des Six est un procès qui s est déroulé en Grèce en octobre novembre 1922, à l issue de la guerre gréco turque et de la Grande catastrophe ( … Wikipédia en Français
πρωή — ἡ, ΜΑ η πρωία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πρωΐα, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek