-
1 πρωϊ-ανθής
πρωϊ-ανθής, ές, früh blühend, Theophr., im Ggstz von ὀψιανϑής.
-
2 πρωϊανθής
πρωϊ-ανθής, ές, früh blühend
См. также в других словарях:
πρωϊανθής — ές, ΝΑ (για φυτά) αυτός που ανθίζει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, νε ανθής] … Dictionary of Greek