-
1 πρωϊόθεν
См. также в других словарях:
πρωϊόθεν — Α επίρρ. από το πρωί, πρώϊθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + συνδετικό φωνήεν ο + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
1 πρωϊόθεν
πρωϊόθεν — Α επίρρ. από το πρωί, πρώϊθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + συνδετικό φωνήεν ο + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek