-
1 πρωινός
πρωινόςmasc nom sg -
2 πρωϊνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωϊνός
-
3 πρωϊνός
πρωϊνός, ή, όν (PCairZen 207, 36 [III B.C.]; Babrius 124, 17 w. the v.l. προϊνων fr. cod. V. [L-P.]; Plut., Mor. 726e; Athen. 1, 19 p. 11c; LXX) pert. to early morning, early, belonging to the morning ὁ ἀστὴρ ὁ πρ. the morning star, Venus Rv 2:28; 22:16 (s. προϊνός for vv.ll.).—DELG s.v. πρώην. -
4 πρωινός
-ή,-όν + A 4-3-2-1-2=12 Gn 49,27; Ex 29,41; Lv 9,17; Nm 28,23; 1 Sm 11,11early, belonging to the morning, morning Ex 29,41; τὸ πρωινόν in the morning Gn 49,27; neol.?Cf. LEE, J. 1983, 110; SHIPP 1979 427-428.475; WALTERS 1973 75-76.93 -
5 πρωινώτερον
πρωινόςadverbial compπρωινόςmasc acc comp sgπρωινόςneut nom /voc /acc comp sg -
6 πρωινόν
πρωινόςmasc acc sgπρωινόςneut nom /voc /acc sg -
7 πρωιναί
πρωινόςfem nom /voc pl -
8 πρωινή
πρωινόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 πρωινήν
πρωινόςfem acc sg (attic epic ionic) -
10 πρωινών
-
11 πρωινῶν
-
12 πρωινή
-
13 πρωινῇ
-
14 πρωινής
-
15 πρωινῆς
-
16 πρωιναίς
-
17 πρωιναῖς
-
18 πρωινού
-
19 πρωινοῦ
-
20 πρωινώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινός — ή, ό / πρωινός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από… … Dictionary of Greek
πρωινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί, που γίνεται πρωί: Πρωινό αγέρι. – Πρωινό φόρεμα. – Πρωινό ξεκίνημα. 2. αυτός που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα και πέρα ως την ανατολή: Γυρίσαμε στο σπίτι τις πρωινές ώρες. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωινώτερον — πρωινός adverbial comp πρωινός masc acc comp sg πρωινός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινῶν — πρωινός fem gen pl πρωινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινόν — πρωινός masc acc sg πρωινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιναῖς — πρωινός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιναί — πρωινός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινοῦ — πρωινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινῆς — πρωινός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινῇ — πρωινός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)