-
1 πρωινή
-
2 πρωινῇ
-
3 πρωϊνή
-
4 πρωινή
πρωινόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 газета
газета ж η εφημερίδα утренняя (вечерняя) \газета η πρωινή (βραδινή) εφημερίδα стенная \газета η εφημερίδα του τοίχου* * *жη εφημερίδαу́тренняя (вече́рняя) газе́та — η πρωινή (βραδινή) εφημερίδα
стенна́я газе́та — η εφημερίδα του τοίχου
-
6 дневной
дневной ημερήσιος, καθημερινός \дневной заработок το με ροκάματο \дневной спектакль η απογευματινή παράσταση \дневнойая смена η πρωινή βάρδια* * *ημερήσιος, καθημερινόςдневно́й за́работок — το μεροκάματο
дневно́й спекта́кль — η απογευματινή παράσταση; πρωινή βάρδια
-
7 зарядка
-
8 спектакль
спектакль м η παράσταση· дневной \спектакль η πρωινή παράσταση* * *мη παράστασηдневно́й спекта́кль — η πρωινή παράσταση
-
9 утренник
утренникм (спектакль) ἡ πρωἰνή παράσταση:детский \утренник ἡ παιδική πρωἰνή παράσταση. -
10 πρωϊνός
η, ό[ν]1) утренний;πρωϊνη εφημερίδα — утренняя газета;
τίς πρωϊνές ώρες — в утренние часы, утром;
την τρίτην πρωϊνήν — в три часа ночи;
2) дневной;πρωϊνή βάρδια — дневная смена;
3) привыкший просыпаться очень рано; просыпающийся очень рано -
11 роса
рос||аж ἡ δροσιά, ἡ δρόσος, τό ἀγιάζι, ἡ πάχνη:утренняя (вечерняя) \роса ἡ πρωινή (ή βραδινή) δροπιά· до \росаы (очень рано) τά ξημερώματα· покрытый \росао́й δροσοπερίχυτος, σκεπασμένος μέ δροσιά. -
12 смена
смен||аж1. (действие) ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταβολή:\смена карау́ла ἡ ἀλλαγή φρουράς· \смена кабинета полит ἡ ἀλλαγή τής κυβερνήσεως·2. (на заводе и т. ἡ.) ἡ βάρδια:дневная (иочна́я) \смена ἡ πρωινή (ή νυχτερινή) βάρδια·3. (подрастающее поколение) ἡ νέα γεννιά, ἡ νεολαία· 4.:\смена (белья) ἡ ἀλλαξιά· ◊ на \сменау кому-л. σέ ἀντικατάσταση κάποιου. -
13 утренний
у́тренн||ийприл πρωϊνός:\утренний выпуск газеты ἡ πρωινή ἐκδοση τής ἐφημερίδας· в \утреннийие часы τίς πρωινές ὠρες. -
14 холодок
холодокм1. ἡ ψύχρα, ἡ δροσιά, ἡ ψυχρούλα:у́тренний \холодок ἡ πρωινή δροσιά·2. перен (в отношениях) ἡ ψυχρό-τητα [-ης]. -
15 γυμναστική
-
16 εσθής
(-ήτος) η одежда, платье (дамское, тж. праздничное, официальное);εσθής πρωϊνή — пеньюар
-
17 dew
[dju:](tiny drops of moisture coming from the air as it cools, especially at night: The grass is wet with early-morning dew.) πρωινή δροσιά, πάχνη -
18 зорька
-и θ.αυγούλα, αυγίτσα•пионерская зорька πιονέρικο εγερτήριο (σάλπισμα).
|| (διαλκ.) πρωινή αύρα. -
19 неглиже
ουδ. άκλ. σπιτική πρωινή ενδυμασία. || ασυγύριστός, ασυμμάζευτος, ατημελής, ατημέλητος.επίρ.ατημέλητα, απεριποίητα. -
20 роса
-ы θ., πλθ. росыδροσιά•утренняя πρωινή δροσιά, τα δάκρυα της αυγής•
роса ложилась на цветы δροσιά επικάθησε στα άνθη.
εκφρ.по - – έ με τη δροσιά, όταν υπάρχει η δροσιά• στη δροσιά•не ходи босиком по - – μη βαδίζεις ξυπόλητος στη δροσιά•до -ы – πολύ νωρίς το πρωί, πριν να πέσει δροσιά•покрытый -ой – δροσοσκεπασμένος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πρωινή — Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα (1900 23), που εκδόθηκε από τον Π.Α. Γιάνναρο. Ήταν πρωινή έκδοση της Εσπερινής … Dictionary of Greek
πρωινῇ — πρωινός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινή — πρωινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκρίπ — Πρωινή καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1893 από τον Ε. Κουσουλάκο. Στην αρχή ήταν σατιρική και κυκλοφορούσε κάθε Κυριακή. Από το 1895 μετατράπηκε σε καθημερινή πρωινή πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Όταν πέθανε ο ιδρυτής της… … Dictionary of Greek
Утренний патруль (фильм, 1987) — Сюда перенаправляется запрос «Утренний патруль (фильм, 1987)». На эту тему нужна отдельная статья. Утренний пат … Википедия
πρωινός — ή, ό / πρωινός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από… … Dictionary of Greek
στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… … Dictionary of Greek
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
Nikos Nikolaidis — (Greek: Νίκος Νικολαΐδης) (October 25, 1939 – September 5, 2007) was a Greek film director and a writer. Nikolaidis was born in 1939 in Athens, where he lived and worked all his life. He was also script writer and producer of movies which he… … Wikipedia
Nikos Nikolaïdis — était un cinéaste et romancier grec né le 25 octobre 1939 à Athènes et décédé le 5 septembre 2007. Il fit des études de cinéma à l institut Stavrakos d Athènes et dans une école privée d art. Il était l auteur dans les années 1980 de films noirs… … Wikipédia en Français
Nikos Nikolaidis — (en griego: Νίκος Νικολαΐδης) (1939 – 5 de septiembre de 2007) fue un director de cine y escritor griego. Nacido en 1939 en Atenas, donde vivió y trabajó toda su vida. Fue también director de escena y productor cinematográfico de las películas… … Wikipedia Español