Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρωτ-αγωνιστής

См. также в других словарях:

  • τριταγωνιστής — ο, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ασήμαντη επίδραση σε ένα έργο ή σε κάποια πράξη αρχ. ο ηθοποιός που έπαιζε τον τρίτο, τον λιγότερο σημαντικό ρόλο στο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἀγωνιστής (πρβλ. πρωτ αγωνιστής)] …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός …   Dictionary of Greek

  • πρωτοαθλητής — ὁ, Μ (ως προσωνυμία τού πρωτομάρτυρα Στεφάνου) ο πρώτος αγωνιστής, αυτός που πρώτος αγωνίστηκε για την πίστη του στον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀθλητής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»