-
1 πρωτ-αγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; Arist. poet. 4; Luc. Alex. 12; τοῠ δράματος, Calumn. 7, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, Ath. VI, 257 b, der erste unter den Dienern.
-
2 πρωταγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; τοῠ δράματος, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, der erste unter den Dienern
См. также в других словарях:
τριταγωνιστής — ο, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ασήμαντη επίδραση σε ένα έργο ή σε κάποια πράξη αρχ. ο ηθοποιός που έπαιζε τον τρίτο, τον λιγότερο σημαντικό ρόλο στο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἀγωνιστής (πρβλ. πρωτ αγωνιστής)] … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός … Dictionary of Greek
πρωτοαθλητής — ὁ, Μ (ως προσωνυμία τού πρωτομάρτυρα Στεφάνου) ο πρώτος αγωνιστής, αυτός που πρώτος αγωνίστηκε για την πίστη του στον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀθλητής] … Dictionary of Greek