Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρωτό-τοκος

См. также в других словарях:

  • θαλασσότοκος — θαλασσότοκος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο β συνθετικό παθητική σημασία (πρβλ. εχιδνό τοκος, πρωτό τοκος)]. ο ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • λυσιτόκος — λυσιτόκος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες τού τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο τόκος, πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ζωοτόκος — ο (Α ζωοτόκος, ον) αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.) αρχ. ζωοδότης, ζωοπάροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο) (Ι)* + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος,… …   Dictionary of Greek

  • κοινότοκος — κοινότοκος, ον (Α) ο γεννημένος από τους ίδιους γονείς, αυτός που έχει κοινούς γονείς με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τόκος (πρβλ. πρωτό τοκος, υστερό τοκος)] …   Dictionary of Greek

  • τριτοτόκος — ο, Ν αυτή που γέννησε για τρίτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • τριτότοκος — η, ο / τριτότοκος, ον, ΝΜ τρίτος στη σειρά γέννησης, γεννημένος μετά από δύο άλλα αδέλφια («τριτότοκη κόρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • υστερότοκος — η, ο / ὑστερότοκος, ον, ΝΜ αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι νεοελλ. ο δευτερογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτό τοκος] …   Dictionary of Greek

  • υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …   Dictionary of Greek

  • καινοτοκώ — καινοτοκῶ, έω (Α) γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τοκώ, τελειο τοκώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»