-
1 πρωτοφυτος
См. также в других словарях:
πρωτόφυτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόφυτος — η, ο / πρωτόφυτος, ον, ΝΑ πρωτοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολύ φυτος] … Dictionary of Greek
πρωτοφύτους — πρωτόφυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)