Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρωτόρριζος

См. также в других словарях:

  • πρωτόρριζος — ον, Α πρωτότυπος, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόρριζον — πρωτόρριζος being the first root masc/fem acc sg πρωτόρριζος being the first root neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτορρίζῳ — πρωτόρριζος being the first root masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»