-
1 πρωτορριζος
-
2 πρωτόρριζος
πρωτό-ρριζος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόρριζος
-
3 πρωτόῤῥιζος
πρωτόῤ-ῥιζος, die erste Wurzel, den Ursprung in sich habend -
4 πρωτόρριζον
πρωτόρριζοςbeing the first root: masc /fem acc sgπρωτόρριζοςbeing the first root: neut nom /voc /acc sg -
5 πρωτορρίζω
-
6 πρωτορρίζῳ
См. также в других словарях:
πρωτόρριζος — ον, Α πρωτότυπος, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] … Dictionary of Greek
πρωτόρριζον — πρωτόρριζος being the first root masc/fem acc sg πρωτόρριζος being the first root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτορρίζῳ — πρωτόρριζος being the first root masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek