Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρωτύτερα

  • 1 прежде

    прежде 1. нареч. άλλοτε, πρωτύτερα 2. предлог πριν \прежде всего πρώτα απ'όλα, πριν απ'όλα
    * * *
    1. нареч.
    άλλοτε, πρωτύτερα
    2. предлог

    пре́жде всего́ — πρώτα απ'όλα, πριν απ'όλα

    Русско-греческий словарь > прежде

  • 2 раньше

    раньше 1) (сравн. ст. от рано) νωρίτερα, πρωτύτερα, πρώτα; приходите как можно \раньше ελάτε όσο μπορείτε πιο νωρίς 2) (прежде) προηγουμένως, πριν
    * * *
    1) сравн. ст. от рано νωρίτερα, πρωτύτερα, πρώτα

    приходи́те как мо́жно ра́ньше — ελάτε όσο μπορείτε πιο νωρίς

    2) ( прежде) προηγουμένως, πριν

    Русско-греческий словарь > раньше

  • 3 раньше

    επίρ.
    1. (συγκριτικός βαθμός του επίρ. рано)• νωρίτερα, πιο νωρίς• πρωτύτερα•

    он встал рано, а я ещё раньше αυτός σηκώθηκε νωρίς, αλλά εγώ ακόμα νωρίτερα•

    раньше всех проснулась мать πρωτύτερα απ όλους ξύπνησε η μάνα.

    2. πριν, μπροστά•

    не раньше двух часов όχι πριν τις δυό η ώρα.

    3. πρώτον, πρώτα, πρότερον•

    раньше выслушайте, а потом браните πρώτα ακούστε (με) και μετά μαλώστε (με)•

    раньше мы были друзьями πρώτα (πριν) ήμασταν φίλοι.

    Большой русско-греческий словарь > раньше

  • 4 before

    [bi'fo:] 1. preposition
    1) (earlier than: before the war; He'll come before very long.) πριν από
    2) (in front of: She was before me in the queue.) μπροστά από
    3) (rather than: Honour before wealth.) παρά
    2. adverb
    (earlier: I've seen you before.) πρωτύτερα
    3. conjunction
    (earlier than the time when: Before I go, I must phone my parents.) προτού

    English-Greek dictionary > before

  • 5 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 6 по-прежнему

    επίρ.
    όπως πρώτα, όπως πριν ή προηγούμενα ή πρωτύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > по-прежнему

  • 7 предварительно

    επίρ.
    προκαταρκτικά, προηγούμενα, πρωτύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > предварительно

  • 8 прежде

    1. επίρ. προηγούμενα, προγενέστερα• πρώτα• πρωτύτερα•

    как и прежде όπως και προηγούμενα.

    2. πρόθ. πριν, προ•

    прежде окончания года πριν το τέλος του χρόνου•

    прежде всего πριν απ όλα•

    я повидаюсь с ним прежде чем он уедет θα τον συναντήσω πριν να φύγει•

    я пришёл прежде вас εγώ ήρθα πριν από σας.

    Большой русско-греческий словарь > прежде

  • 9 auparavant

    1) πριν
    2) πρωτύτερα

    Dictionnaire Français-Grec > auparavant

См. также в других словарях:

  • πρωτύτερα — επίρρ. χρον., πριν, προγενέστερα, πιο μπροστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • προαφίσταμαι — Α 1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων 2. εξεγείρομαι πρωτύτερα 3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.) 4. εγκαταλείπω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προγαμώ — έω, Α 1. συνευρίσκομαι ερωτικά με τη νύφη πριν από τον γάμο («ὅς γε προεγάμει μὲν παρεισιὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας», Στράβ.) 2. νυμφεύομαι πρώτος ή πρωτύτερα («κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον καλὸν ἑστιάσας... τά τε …   Dictionary of Greek

  • προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… …   Dictionary of Greek

  • πρωτυτερινός — ή, ό, Ν [πρωτύτερος] αυτός που έγινε πρωτύτερα, προηγουμένως, ο προγενέστερος. επίρρ... πρωτυτερινά Ν πρωτύτερα, προγενέστερα …   Dictionary of Greek

  • πρωτύτερος — η, ο, Ν [πρώτος] αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος. επίρρ... πρωτύτερα Ν 1. πριν, προηγουμένως 2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»