-
1 πρωτόχνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόχνοος
См. также в других словарях:
πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] … Dictionary of Greek
πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] … Dictionary of Greek
νεόχνους — νεόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις εμφανίζει το πρώτο χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χνόος / χνοῦς (πρβλ. αρτί χνους)] … Dictionary of Greek