-
1 πρωτό-μαντις
πρωτό-μαντις, ὁ u. ἡ, erster Weissager, Γαῖα, Aesch. Eum. 2.
-
2 πρωτόμαντις
πρωτό-μαντις, ὁ u. ἡ, erster Weissager
См. также в других словарях:
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek