Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρωτότοκος

См. также в других словарях:

  • πρωτοτόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότοκος — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότοκος — η, ο / πρωτότοκος, η, ον, ΝΜΑ 1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ. 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκος το πρώτο παιδί αρχ. προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότοκος — η, ο για τέκνα, αυτός που γεννήθηκε πρώτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοτόκοις — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat pl πρωτοτόκος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκον — πρωτοτόκος masc/fem acc sg πρωτοτόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκου — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen sg πρωτοτόκος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκους — πρωτότοκος bearing masc/fem acc pl πρωτοτόκος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκων — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen pl πρωτοτόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκῳ — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat sg πρωτοτόκος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»